«Εκβιάστηκε η κυβέρνηση για την απελευθέρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των φαρμακείων ή νομοθέτησε με ελεύθερη βούληση;»
«Ήταν βούληση της κυβέρνησης να νομοθετήσει για την απελευθέρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των φαρμακείων ή της επιβλήθηκε;»
Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που διατυπώθηκε από την Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς τα υπουργεία Υγείας και Οικονομίας & Ανάπτυξης της ελληνικής κυβέρνησης.
Υπενθυμίζεται ότι ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος (Π.Φ.Σ.), σε συνεννόηση και με τη συνδρομή του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή, είχε καταθέσει Αναφορά στην αρμόδια Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δια του προέδρου του κ. Κωνσταντίνου Λουράντου (δείτε εδώ).
Με την Αναφορά ο Π.Φ.Σ. κατήγγειλε την Κομισιόν ότι, ως μέρος των Θεσμών, αγνόησε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με τις οποίες αναγνωρίζεται το δικαίωμα των κρατών-μελών να περιορίζουν την πώληση φαρμάκων μόνο στους φαρμακοποιούς, λόγω –μεταξύ άλλων– των εγγυήσεων και των πληροφοριών που αυτοί προσφέρουν στους καταναλωτές, αλλά και λόγω του ότι η διατήρηση του καθεστώτος ιδιοκτησίας/λειτουργίας των φαρμακείων αποκλειστικά σε φαρμακοποιούς λειτουργεί ευεργετικά για τους πολίτες και τα εθνικά συστήματα υγείας.
Η Κομισιόν, αντί να λάβει υπόψη της τις αποφάσεις αυτές του Δικαστηρίου, εκβίασε την ελληνική κυβέρνηση ώστε να νομοθετήσει υπέρ του δικαιώματος μη φαρμακοποιών να ανοίγουν φαρμακεία στην Ελλάδα (ν.4334/2015 και ΚΥΑ της 29.10.2015). Επισήμαινε μάλιστα ο Π.Φ.Σ. ότι με δηλώσεις του ο ίδιος ο Υπουργός Υγείας, κ. Ξανθός, τόνιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση λειτούργησε παρά τη θέλησή της και υποχρεώθηκε να απελευθερώσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, υπό το καθεστώς εκβιασμού από τους Θεσμούς.
Ο Π.Φ.Σ., με την αναφορά του ζητάει, πέραν της καταδίκης της Κομισιόν, να υποχρεωθεί η τελευταία να ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση την κατάργηση της επίμαχης υπουργικής απόφασης, καθώς και την αντικατάστασή της από νέα, η οποία θα είναι προϊόν διαβούλευσης με τους φαρμακοποιούς και την κοινωνία.
Η Αναφορά συζητήθηκε στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία και κατέληξε στην απόφαση να ζητήσει, με τις εν λόγω επιστολές, τη γνώμη των αρμόδιων Υπουργείων Υγείας και Οικονομίας & Ανάπτυξης, προτού συνεχίσει την εξέτασή της.
Οι απαντήσεις των 2 υπουργείων καθώς και η συνέχεια της εξέτασης της Αναφοράς, αναμένονται.