Στη δημιουργία μιας συνολικά ανταγωνιστικής βιομηχανίας γενόσημων, με αύξηση της προσβασιμότητας των ασθενών σε προσιτά ποιοτικά φάρμακα και εξασφάλιση μιας βιώσιμης υγειονομικής περίθαλψης στην Ευρώπη, προσανατολίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση Γενόσημων (EGA) για την επόμενη πενταετία.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της Ένωσης, GregPerry, σημαντικά οφέλη έχουν επιτευχθεί από την εισαγωγή των γενόσημων, το 2003, μέχρι σήμερα. Όμως υπάρχει σαφώς περιθώριο για περαιτέρω βελτίωση. Ήδη τα γενόσημα φάρμακα είναι ένας από τους ανταγωνιστικότερους τομείς στην Ευρώπη, που αποτελούν σχεδόν το 50% όλων των φάρμακων που διανέμονται, διασφαλίζοντας εξοικονόμηση πόρων της τάξης των 25 - 30 δισ. ευρώ ετησίως.
Στην κατεύθυνση αυτή, η Ένωση διεκδικεί:
-Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας γενοσήμων της Ε.Ε. με την εισαγωγή φορολογικών κινήτρων και κίνητρων έρευνας και ανάπτυξης γενόσημων και βιογενόσημων, προστατεύοντας την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας γενόσημων.
- Την εξάλειψη των εμποδίων στον ανταγωνισμό γενόσημων, με τον περιορισμό της παρέμβασης τρίτων στις διαδικασίες που επιτρέπει αντι-ανταγωνιστικές στρατηγικές και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην έγκριση αγοράς. Η ρυθμιστική διαδικασία, θεωρεί η EGA, πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τη σύνδεση με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, και οι σαφείς κανονισμοί πρέπει να αποτρέψουν νέα εμπόδια όπως ο «μηχανισμός έγκαιρης ειδοποίησης». Επιπλέον, κατά την εξέταση της καινοτομίας, τα προϊόντα με περιορισμένη θεραπευτική αξία πρέπει να διακρίνονται από τις πραγματικές θεραπευτικές καινοτομίες.
- Την ενίσχυση της εναρμόνισης της ενιαίας αγοράς με αυστηρότερη επιμονή στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και άρση της επανάληψης αξιολόγησης από τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη.
- Την αύξηση της πληροφόρησης σχετικά με τα γενόσημα και βιογενόσημα προς τους ασθενείς και τους επαγγελματίες υγείας εντός της Ευρώπης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προσπάθειες της EGA ξεκινούν από το γεγονός ότι στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες τα μερίδια αγοράς των γενόσημων υπερβαίνουν το 50% και φθάνουν κατά περίπτωση και στο 80%, ενώ στη χώρα μας το ποσοστό των γενόσημων περιορίζεται στο 15% της αγοράς.