Μόνο καλά (σχεδόν… εκθειαστικά!) λόγια έχει να πει η αρθρογράφος του Βήματος, Λώρη Κέζα, για τις μνημονιακές διατάξεις στο χώρο της υγείας, τον πρώην υπουργό Υγείας, Ανδρέα Λοβέρδο και τον συνήγορο της άποψης πως «για όλα φταίει το ποσοστό κέρδους των φαρμακοποιών», Στέφανο Μάνο. Από την άλλη, την ευθύνη για τη σημερινή κατάντια του ΕΟΠΥΥ, τη ρίχνει αποκλειστικά στο φαρμακευτικό κλάδο, μιλώντας για «δήθεν ανθρωπιστές φαρμακοποιούς» που «επιδίδονταν επί χρόνια σ? ένα όργιο αισχροκέρδειας»…
«Το τέλος ενός
οργίου», της Λώρης Κέζα (Το Βήμα, 10/6/2012)
"Οι καρκινοπαθείς έγιναν τα Playmobil του πολιτικού παιδότοπου. Το αν θα βρεθούν τα φάρμακά τους και αν θα αγοραστούν βερεσέ έγινε το θέαμα της εβδομάδας, με πρωταγωνιστές αρχηγούς κομμάτων και υπουργούς Υγείας (πρώην, υπηρεσιακό). Αναγνωρίζουμε την τραγικότητα των χρόνιων παθήσεων και το πρόβλημα από τη στέρηση των φαρμάκων. Αν, όμως, τα κόμματα είχαν την ελάχιστη σοβαρότητα, θα συνεργάζονταν για το μεγάλο ζήτημα, τη φαρμακοφαγία: κρίνοντας από τις δαπάνες, οι Έλληνες καταπίνουν με τις χούφτες χάπια αγορασμένα σε τιμές ληστρικές. Η κατάρρευση της οικονομίας οφείλεται εν πολλοίς στις σπατάλες στον τομέα της Υγείας, οι οποίες διογκώνονταν κάθε φορά που το επέτρεπαν οι κυβερνήσεις. Επί Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή επί Νικήτα Κακλαμάνη και Δημητρίου Αβραμόπουλου, τα έξοδα διπλασιάστηκαν. Λιανά: το 2004 ήταν 2,43 δισ. και το 2009 ξεπέρασαν τα 5 δισ. – χωρίς να καταγράφεται επιδημία πανούκλας ή θεαματική αύξηση του πληθυσμού.
Στα τρέχοντα. Ο Ανδρέας Λοβέρδος κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ευθύνεται για την έλλειψη φαρμάκων στην αγορά. Αν ο κ. Τσίπρας δεν κουνιόταν, η δόση του Μαΐου θα είχε καταβληθεί ολόκληρη από τους δανειστές. Επειδή όμως κουνιόταν, η βοήθεια σμικρύνθηκε, το ελληνικό κράτος στερήθηκε 1 δισ. και οι άρρωστοι στερήθηκαν τα φάρμακα. Αστειότητες. Στο αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ, με ανάλογες αστειότητες, χαρακτηρίζει τον Ανδρέα Λοβέρδο «εξολοθρευτή του δημόσιου συστήματος Υγείας», συμπληρώνοντας ότι υπήρξε «ο πιο πρόθυμος στην υλοποίηση των μνημονιακών πολιτικών». Basta. Ο Λοβέρδος πολιτεύτηκε στην Υγεία με τρόπο που δεν τόλμησε κανείς από τους προκατόχους του (Πεπονής, Γείτονας, Αλ. Παπαδόπουλος, Στεφανής, Ξενογιαννακοπούλου). Όλοι τους έκαναν αυστηρές διαπιστώσεις, υποψιάστηκαν αγυρτείες, υποσχέθηκαν ελέγχους, αλλά δεν περιόρισαν τις δαπάνες. Ούτε έφτιαξαν θεσμικό πλαίσιο για να περιοριστούν.
Στον Ανδρέα
Λοβέρδο πρέπει να αποδοθούν δύο πράγματα. Εφάρμοσε την ηλεκτρονική
συνταγογράφηση και μείωσε το παράλογο ποσοστό κέρδους των φαρμακοποιών. Για
το «παράλογο», αντιγράφουμε: «Ο σουηδός φαρμακοποιός, κάθε φορά που διαθέτει
Somatuline, κερδίζει 15,53 ευρώ, ενώ ο έλληνας συνάδελφός του κερδίζει 435,24
ευρώ». Η επισήμανση προέρχεται από άρθρο του Στέφανου Μάνου, ο οποίος μέσα από
παραδείγματα παρουσίασε πώς, για χάρη ή
διαμέσου 10.000 φαρμακοποιών και 150 αποθηκών, λεηλατείται ο προϋπολογισμός.
Παρένθεση: στη Γαλλία λειτουργούν 9 φαρμακαποθήκες, στη Γερμανία 16. Οι φαρμακοποιοί έκαναν βουντού στον αρχηγό
της Δράσης και ο κ. Λοβέρδος μπήκε σε μακρά αντιπαράθεση μαζί του – παρά το
γεγονός ότι αμφότεροι ήταν αποφασισμένοι να αποκαλύψουν τη διπλή όψη της
φαρμακολαγνείας, δηλαδή το νοσηρό θεσμικό πλαίσιο και τα κυκλώματα των
απατεώνων (με ή χωρίς άσπρες μπλούζες).
Αυτό που ιστορικά επέτρεψαν οι υπουργοί Υγείας ήταν να λειτουργεί ο κλάδος με όρους μεσαιωνικής συντεχνίας. Τις άδειες εξέδιδαν οι Νομαρχίες με πληθυσμιακά όρια. Όσοι πρόλαβαν, πρόλαβαν, το πάλαι ποτέ. Οι πτυχιούχοι Φαρμακευτικής τις τελευταίες δεκαετίες είχαν τις εξής επιλογές: να κληρονομήσουν το μαγαζί του μπαμπά, να αγοράσουν με νομικές ακροβασίες μια άδεια καταβάλλοντας περί τις 300.000 ευρώ ή να γίνουν υπάλληλοι στους συμφοιτητές που είχαν τα οικογενειακά προσόντα να γίνουν φαρμακοποιοί. Οι υπουργοί Υγείας επέτρεψαν διαχρονικά να διακινούνται τα φάρμακα σε τιμές πολλαπλάσιες συγκριτικά με άλλες χώρες τις Ευρώπης. Σε αντάλλαγμα, οι έμποροι φαρμάκων έδειχναν υπομονή. Περίμεναν κατά μέσο όρο 27 μήνες για να πληρωθούν. Μη νομίσει κανείς ότι τώρα έχασαν την ανθρωπιά τους, απλώς έτσουξε η μείωση του ποσοστού. Από το 35%, το κέρδος συρρικνώθηκε στο παγκοσμίως αποδεκτό 15%.
Αυτό έκανε το
μνημόνιο στα φάρμακα: κατήργησε την αισχροκέρδεια.
Από τη μία, λοιπόν, ήταν η ακρίβεια, από την άλλη η υπερκατανάλωση. Οι γιατροί έγραφαν τις συνταγές με τη λογική «πάρτε, κόσμε». Οι ασφαλισμένοι δεν αντιδρούσαν ούτε είχαν ενοχές κάθε φορά που πετούσαν σακούλες με ληγμένα από το ντουλάπι. Υπήρχε η αίσθηση ότι άλλος πληρώνει: το 85% της δαπάνης καταβάλλεται από το κράτος, δηλαδή, στη συλλογική συνείδηση, από τον Άγιο Βασίλη. Πάρτε, πετάξτε. Για το τέλος αφήσαμε τις κομπίνες: τις ενέσεις εξωσωματικής σε 80χρονες, τα κτηνιατρικά σκευάσματα από παιδιάτρους, τις ακριβές θεραπείες σε πεθαμένους. Απορούμε γιατί δεν συμφωνούν όλοι ανοιχτά ότι η Υγεία ασθενούσε επί μακρόν. Μπροστά στο αυτονόητο, τι σημασία έχει αν τη θεραπεία προτείνουν ο Λοβέρδος, οι δανειστές ή η Μάγισσα Φουφήχτρα;”