Ο καταλυτικός ρόλος της βιταμίνης D στη θωράκιση του ανθρώπινου οργανισμού γενικά αλλά και ειδικότερα έναντι του SARS-COV-2, που θα μπορούσε να περιορίσει ακόμα και στο μισό τον αριθμό των θυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδείχθηκε μέσα από στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του ηλεκτρονικού Συμποσίου με θέμα «Νόσος COVID-19 & Παιδιατρική Ενδοκρινολογία».
Το Συμπόσιο διοργανώθηκε από το Ελληνικό Κολλέγιο Παιδιάτρων, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Παιδικής & Εφηβικής Ενδοκρινολογίας και του Ινστιτούτου Βιολογίας & Ιατρικής του Στρες.
Η θεματολογία του Συμποσίου κάλυψε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων που αφορούν την παιδιατρική ενδοκρινολογία σε σχέση με τη νόσο COVID-19. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που παρουσίασε ο συντονιστής του Συμποσίου, Ομότιμος Καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας Γεώργιος Χρούσος, σχετικά με το πιθανό ρόλο της βιταμίνης D στις μέρες του κορονοϊού.
Αναφερόμενος στα στοιχεία πρόσφατων ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στις Φιλιππίνες, την Ινδονησία και τις ΗΠΑ, ο καθηγητής Χρούσος επισήμανε ότι κοινή διαπίστωση όλων των ερευνών είναι πως όσο χαμηλότερα είναι τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό, τόσο πιο έντονα είναι τα συμπτώματα νόσησης από τον COVID-19.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, το 86% των κρουσμάτων της νόσου που είχαν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D νόσησαν με ήπια συμπτώματα, ενώ αντιθέτως το 73% των κρουσμάτων που είχαν έλλειψη βιταμίνης D εμφάνισαν σοβαρά συμπτώματα. Μάλιστα το συμπέρασμα των ειδικών με βάση τις έρευνες αυτές είναι πως αν τα επίπεδα βιταμίνης D στο σύνολο του πληθυσμού ήταν φυσιολογικά, θα είχαμε τους μισούς θανάτους από κορονοϊό παγκοσμίως!
Ο κ. Χρούσος θύμισε ότι η βιταμίνη D δρα πολλαπλά σε όλα τα συστήματα του οργανισμού, όπως μεταξύ άλλων στο μεταβολισμό, στην υγεία των οστών, στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στο καρδιαγγειακό σύστημα αλλά και στο ανοσοποιητικό σύστημα και τόνισε ότι η υποβιταμίνωση D είναι προάγγελος νοσηρών καταστάσεων.
Το πρόβλημα ειδικά για την Ελλάδα είναι μεγάλο, καθώς περίπου το 60% του πληθυσμού παρουσιάζει υποβιταμίνωση.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής, η έκθεση στον ήλιο δεν είναι από μόνη της επαρκής πηγή βιταμίνης D, καθώς για να μετατραπεί η συγκεκριμένη βιταμίνη σε πλήρως ενεργή ορμόνη, ενεργοποιείται αρχικά στο δέρμα αλλά ρυθμίζεται μέσω των νεφρών, γιΆ αυτό και είναι απαραίτητη η λήψη της μέσω της τροφής και ειδικών συμπληρωμάτων.
Απαντώντας
σε σχετική ερώτηση του κοινού, ο κ. Χρούσος σημείωσε ότι η λήψη
βιταμίνης D συστήνεται ως μέσο πρόληψης από επιπλοκές σε περίπτωση
νόσησης από τον COVID-19, ωστόσο πρόσθεσε ότι και ανεξάρτητα από το νέο
κορονοϊό, η βιταμίνη D πρέπει να λαμβάνεται από όλους, σε όλες τις
εποχές. Ως ενδεικτική δόση για εφήβους και ενήλικες ανέφερε κατά μέσο
όρο τις 3.000 μονάδες ημερησίως, λέγοντας ότι είναι απολύτως ασφαλής
ποσότητα.
Από την πλευρά του, ο Αναπληρωτής Καθηγητής Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας Αθανάσιος Μίχος μίλησε για τον κορονοϊό SARS-COV-2 σε παιδιά, εφήβους και νέους, παρουσιάζοντας στοιχεία που δείχνουν ότι στις ηλικίες 0-17 ετών ο αριθμός των κρουσμάτων είναι πολύ χαμηλός (4,3%) ενώ δεν έχει καταγραφεί κανένας θάνατος στη χώρα μας. Γενικά σημείωσε ότι η νόσος στα παιδιά έχει ήπια συμπτωματολογία και ομαλή εξέλιξη. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στη σύνδεση του COVID-19 με υπερ-φλεγμονώδη σύνδρομα στα παιδιά (π.χ. Kawasaki), αναφερόμενος σε στοιχεία από τις ΗΠΑ και την Ιταλία, καθώς όπως είπε, στην Ελλάδα λόγω των χαμηλών ποσοστών νόσησης δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν αυξημένα κρούσματα τέτοιων συνδρόμων.
Η
Παιδίατρος – Παιδοενδοκρινολόγος Μαρία Παπαγιάννη αναφέρθηκε στα παιδιά
και τους εφήβους που νοσούν με Διαβήτη, τονίζοντας ότι είναι ούτως ή
άλλως παράγοντας υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη σοβαρής λοίμωξης, γιΆ αυτό
απαιτείται προσοχή. Ωστόσο, τόνισε ότι η πιθανότητα νόσησης των παιδιών
με COVID-19 είναι σχετικά μικρή και γιΆ αυτό είναι σημαντικό οι
αυστηροί περιορισμοί να αφορούν τα παιδιά με αρρύθμιστο διαβήτη,
προσθέτοντας ότι η επιστροφή στην ομαλότητα πρέπει να αφορά όλους.
Γενική διαπίστωση των ειδικών ήταν, πάντως, η ανάγκη συνεπούς τήρησης των κανόνων ατομικής και κοινωνικής προστασίας και υγιεινής, στο σύνολο του πληθυσμού, για τον περιορισμό των επιπτώσεων του COVID-19.