Οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν και οι ίδιες σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση επιθετικών όγκων, ακόμη και μετά την ηλικία των 65 ετών, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια ογκολογίας Ντετζάνα Μπρεϊθγουέιτ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "JAMA Internal Medicine", ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 400.000 γυναίκες της τρίτης ηλικίας.
Διαπιστώθηκε ότι ενώ κατά μέσο όρο μία ενήλικη γυναίκα έχει κίνδυνο 12% να εμφανίσει καρκίνο του μαστού κάποια στιγμή στη ζωή της, εκείνες με οικογενειακό ιστορικό (για συγγενή πρώτου βαθμού) έχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο.
Ειδικότερα, στις γυναίκες 65 έως 74 ετών, με διάσπαρτες περιοχές πυκνού ιστού στους μαστούς τους (η πυκνότητα αποτελεί παράγοντα κινδύνου), ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού μέσα στην επόμενη πενταετία κυμαίνεται από περίπου 15% (χωρίς οικογενειακό ιστορικό) έως 24% (με πρώτου βαθμού συγγενή η οποία είχε καρκίνο του μαστού). Αντίστοιχα, για τις γυναίκες άνω των 75 ετών, ο κίνδυνος αυξάνει από 16% (χωρίς οικογενειακό ιστορικό) σε 23% (με οικογενειακό ιστορικό).
«Το οικογενειακό ιστορικό δεν εξασθενεί ως παράγων κινδύνου για καρκίνο του μαστού, όσο μια γυναίκα μεγαλώνει. Ουσιαστικά, εφόσον υπάρχει σχετικό ιστορικό σε συγγενή πρώτου βαθμού, δηλαδή σε μητέρα, αδελφή ή κόρη, ο κίνδυνος δεν διαφέρει είτε μια γυναίκα είναι μικρότερη είτε μεγαλύτερη από 50 ετών», δήλωσε η δρ Μπρεϊθγουέιτ.
Η διαπίστωση αυτή, κατά τους
ερευνητές, πρέπει να βαρύνει στην απόφαση μιας γυναίκας, αν θα συνεχίσει τις
μαστογραφίες, καθώς γερνάει. Σύμφωνα με τις επίσημες συστάσεις στις ΗΠΑ, οι
γυναίκες 50 έως 74 ετών (με μέσο κίνδυνο) πρέπει να κάνουν μαστογραφία κάθε δύο
χρόνια, ενώ για εκείνες άνω των 75 ετών δεν υπάρχει σαφές «ισοζύγιο» κινδύνων
και ωφελειών από τις μαστογραφίες. Η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου συνιστά ετήσια
μαστογραφία για τις γυναίκες 45 ετών και ανά διετία μετά την ηλικία των 55
ετών, εφόσον η γυναίκα έχει καλή υγεία.