Μόνο 1 στους 4 Έλληνες εμπιστεύεται τα γενόσημα, όπως φαίνεται από δημοσκοπήσεις, οπότε η ανάγκη για αντιστροφή αυτού του κλίματος και αύξηση της χρήσης των γενοσήμων στη χώρα είναι επιτακτική! Αυτά είπε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, σε συνέντευξή του στον Real FM και στον Νίκο Χατζηνικολάου.
Η χαμηλή διείσδυση γενοσήμων στην ελληνική αγορά είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα, τόνισε ο υπουργός, αλλά κυρίως οφείλεται στο ότι υπάρχει ένα κλίμα αναξιοπιστίας των γενοσήμων και σε αυτό έχουν συνδράμει και οι γιατροί, οι οποίοι συνταγογραφούν και οι φαρμακοποιοί, οι οποίοι λογικό είναι να επιδιώκουν την προώθηση φαρμάκων που έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, αλλά και οι ασθενείς που έχουν εκλάβει την ανάγκη προώθησης των γενοσήμων ως μια προσπάθεια του κράτους να τους δώσει φτηνό και χαμηλής ποιότητας φάρμακο. Παραδέχτηκε βεβαίως ο υπουργός ότι τα γενόσημα είναι βεβαίως αξιόπιστα και ποιοτικά φάρμακα, γιατί ελέγχονται από τον ΕΟΦ και γιατί παράγονται σε σοβαρές φαρμακευτικές εταιρείες στη χώρα μας.
Διεθνές σύστημα αξιολόγησης της φαρμακευτικής καινοτομίας
Αποκαλύπτει λοιπόν ο υπουργός ότι οργανώνεται τώρα ένα σύστημα που λέγεται «HTA» και είναι ένα διεθνές σύστημα αξιολόγησης της φαρμακευτικής καινοτομίας και της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας των νέων φαρμάκων. Συγκεκριμένα είπε: «Ταυτόχρονα πρέπει να κάνουμε μία σοβαρή διαπραγμάτευση των τιμών. Σας πληροφορώ, λοιπόν, κύριε Χατζηνικολάου ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει διαδικασία διαπραγμάτευσης σε εθνικό επίπεδο από μία ειδική επιτροπή του ΕΟΠΥΥ με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες για να πετύχουμε βιώσιμες για τη χώρα μας, για το ασφαλιστικό της σύστημα, για την οικονομική της κατάσταση τιμές στα ακριβά φάρμακα».
Ελληνική και ξένη φαρμακοβιομηχανία
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου ότι η ηγεσία του υπουργείου πρέπει να βρει τρόπους να στηρίξει την ελληνική παραγωγή στα φάρμακα, ο κ. Ξανθός απάντησε:
«Όσο μειώνουμε το κομμάτι της πίτας που ελέγχουν τα εισαγόμενα και μάλιστα τα ακριβά φάρμακα των πολυεθνικών τόσο δίνουμε χώρο στην εγχώρια παραγωγική βάση της βιομηχανίας να αυξήσει τη θέση της και να προωθήσει τα φάρμακά της τα οποία, τουλάχιστον, για ορισμένες χρόνιες παθήσεις είναι απολύτως αξιόπιστα.
Παρόλα αυτά η διεθνής έρευνα παράγει καινούρια προϊόντα, καινούρια φάρμακα τα οποία αφορούν σοβαρές ασθένειες, όπως τον καρκίνο, τη σκλήρυνση κατά πλάκας, τις ρευματολογικές παθήσεις κλπ., στα οποία βεβαίως οφείλουμε, ως χώρα πολιτισμένη, ως μία ευρωπαϊκή χώρα να διασφαλίζουμε την πρόσβαση των πολιτών σε αυτά. Όμως, με όρους οικονομικούς που να είναι προσιτοί και κοινωνικά αποδεκτοί.
Και αυτό κάνουμε μέσω της διαπραγμάτευσης και μέσω πρωτοβουλιών, που έχουμε αναλάβει ως χώρα, συντονισμού και συνεργασίας διακρατικής με άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού νότου. Έχουμε πάρει πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, έγινε συνάντηση εδώ στην Αθήνα με πέντε εκπροσώπους από πέντε χώρες. Αυτήν την πρωτοβουλία τη συνεχίζουμε σε όλα τα επίπεδα τα ευρωπαϊκά και στο Συμβούλιο Υπουργών της Ευρώπης και προσπαθούμε να ενισχύσουμε τη διαπραγματευτική δύναμη χωρών, όπως η Ελλάδα, με μικρές αγορές που με αυτή την κοινή διαπραγμάτευση να πετύχουμε καλύτερες τιμές.
Αυτό είναι μία πολύ συστηματική προσπάθεια την οποία καταβάλλουμε η οποία, βεβαίως, ακόμα δεν έχει αποδώσει καρπούς.
'Αρα και το θέμα του φαρμάκου είναι πολύ σημαντικό. Αυτό το οποίο θέτει η βιομηχανία, ο κίνδυνος, δηλαδή, να επωμιστεί, ειδικά η εγχώρια βιομηχανία, ένα άδικο claw back, δηλαδή μία επιστροφή χρημάτων πέραν του κλειστού προϋπολογισμού, είναι υπαρκτός».
Φαρμακευτική δαπάνη
Όσο για τη φαρμακευτική δαπάνη και την υπέρβαση της τάξης περίπου του 20%, ο υπoυργός Υγείας απάντησε:
«Κοιτάξτε, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε και μέχρι τώρα σαν χώρα βρει ένα αποτελεσματικό σύστημα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, το οποίο να ελέγχει αποτελεσματικά την προκλητή ζήτηση.
Το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης ήταν μία σημαντική παρέμβαση, όμως αποδείχθηκε ότι είχε πάρα πολλές τρύπες και υπήρχε πάντα η δυνατότητα σε ορισμένους γιατρούς να ξεφεύγουν και να μην εφαρμόζουν τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τα οποία ενσωματώνονται συνεχώς στο σύστημα και να αποφεύγουν τα φίλτρα τα οποία προσπαθούμε να βάλουμε. Χρειάζεται περισσότερη δουλειά σε αυτό το επίπεδο για να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε ότι πραγματικά αυτός ο άνθρωπος που χρειάζεται να πάρει το φάρμακό του θα το πάρει, χωρίς να το στερηθεί και ότι θα γίνεται μία ορθολογική αξιοποίηση των αναγκαστικά περιορισμένων πόρων που διαθέτει η χώρα μας».