Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή»
καταρρίπτει την παγιωμένη άποψη ότι οι Έλληνες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες
φαρμάκων, πολύ μεγαλύτερες από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Συγκρίνοντας
στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον όγκο φαρμάκων που συνταγογραφείται σε ευρωπαϊκές
χώρες, οι ερευνητές της ΕΣΔΥ κατέδειξαν ότι οι Έλληνες κάνουν χαμηλότερη
κατανάλωση αντιυπερτασικών, αναλγητικών, φαρμάκων για μυοσκελετικές παθήσεις
και για το πεπτικό σύστημα.
Αντίθετα, επιβεβαιώνεται ότι οι Έλληνες είναι
πρωταθλητές στην κατανάλωση αντιβιοτικών, ενώ υψηλή κατανάλωση καταγράφεται και
σε αιματολογικά σκευάσματα, όπως αντιθρομβωτικά, φάρμακα κατά της αναιμίας,
αντιαιμορραγικά κ.ά. Οι συντάκτες της μελέτης θεωρούν ότι οι διαφοροποιήσεις
στην κατανάλωση πιθανότατα αποδίδονται σε διαφορές στο προφίλ υγείας του
πληθυσμού κάθε χώρας αλλά και στην κλινική πράξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη
συγκριτική μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας (i-hecon) για τον όγκο
κατανάλωσης φαρμάκων στην Ελλάδα και διεθνώς (στοιχεία του 2017 που είναι και
τα τελευταία διαθέσιμα στη βάση δεδομένων), στη χώρα μας καταγράφεται υψηλότερη
του μέσου όρου ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ, κατανάλωση στα αιματολογικά
σκευάσματα, τα αντιβιοτικά, τα αντιαρρυθμικά και τα φάρμακα για τον διαβήτη.
Έτσι, στην Ελλάδα, η καθορισμένη ημερήσια δόση (DDD) ανά 1.000 κατοίκους για
αιματολογικά σκευάσματα είναι υψηλότερη κατά 56,7%, των αντιβιοτικών είναι κατά
78,4% υψηλότερη στην Ελλάδα και των αντιαρρυθμικών σκευασμάτων κατά 46,4%. Στον
αντίποδα, η χαμηλότερη κατανάλωση καταγράφεται σε ορμονικά και φάρμακα του
ουρογενοποιητικού συστήματος, για αρθροπάθειες και μυοσκελετικές παθήσεις,
φάρμακα του αναπνευστικού συστήματος, του νευρικού και του πεπτικού συστήματος.