Με αιχμές κατά του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου και με διαβεβαιώσεις ότι θα βρεθεί ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της τηλεφωνικής γραμμής για τα ιατρικά ραντεβού των ασφαλισμένων του ΕΟΠΥΥ, η κοστολόγηση της οποίας έχει αυξηθεί κατακόρυφα σε σχέση με το παρελθόν (μέσω του «184» η χρέωση ήταν 0,03 ευρώ, ενώ τώρα ξεκινά από 0,99 ευρώ έως από 1,18 ευρώ ανά κλήση), απάντησε ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Σαλμάς σχετικά με την κριτική που δέχεται η κυβέρνηση. Μάλιστα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί εκ νέου μια γραμμή -«νέου τύπου 184», την αποκάλεσε- προκειμένου να κλείνουν τα ραντεβού τους οι ασφαλισμένοι, ενώ ανακοίνωσε ότι μετά από διαπραγμάτευση με τις εταιρίες εξασφάλισε έκπτωση 10% ώστε καμία χρέωση να μην ξεπερνά το ένα ευρώ.
Όπως εξήγησε, όταν ανέλαβε ο ίδιος καθήκοντα βρήκε ήδη ολοκληρωμένη την διαδικασία πρόσκλησης ενδιαφέροντος, σημειώνοντας μάλιστα ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτούργησε καθώς όλες οι εταιρείες έκαναν χρήση της δυνατότητας χρέωσης στην ανώτατη προβλεπόμενη τιμή, η οποία μπορεί και ξεπερνά το 1 ευρώ.
Ο κ. Σαλμάς δήλωσε χαρακτηριστικά: «Μελέτησα τη σύμβαση. Δίνει την δυνατότητα ώστε το ανώτατο πλαφόν να είναι πάνω από 1 ευρώ. Όλες οι εταιρείες πήγαν στην ανώτατη τιμή. Δεν λειτούργησε ο ανταγωνισμός. Η αίσθησή μου είναι πως είναι ακριβά». Για το θέμα επικοινώνησε με τον πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ κ. Γ. Βουδούρη για να αναληφθεί πρωτοβουλία προκειμένου να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για το θέμα αυτό.
Κ. Μαρκόπουλος: «Να παραιτηθεί ο κ. Βουδούρης»
Πάντως τα πυρά από την πλευρά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Κωνσταντίνου Μαρκόπουλου, ήταν σφοδρά. «Δεν είστε εδώ για να παρακαλέσετε τον κ. Βουδούρη να παρακαλέσει τις εταιρείες, αλλά για να βρεθεί λύση», είπε στον υφυπουργό Υγείας, χαρακτηρίζοντας το υπέρογκο κόστος των τηλεφωνικών ραντεβού των ασφαλισμένων «πολιτικά μη ανεκτό». Κάλεσε δε την κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι θα επιστρέψει στο 0,03 ευρώ και ζήτησε την παραίτηση του κ. Βουδούρη: «Αν ο ΕΟΠΥΥ είναι χωρίς προίκα, δεν δίνει φάρμακα, δεν έχει γιατρούς, τότε να απολύσετε τον κ. Βουδούρη και να βάλετε τουλάχιστον έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείτε να συνεννοηθείτε», είπε ο κ. Μαρκόπουλος, παραλληλίζοντας το κόστος των ιατρικών ραντεβού με το κόστος των «ροζ τηλεφωνημάτων». «Είναι ντροπή και κατάντια για την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα να μην μπορεί να κάνει τα ελάχιστα», κατέληξε.
Ραντεβού με γιατρούς του ΕΟΠΥΥ: εσείς ποια ειδικότητα θα θέλατε; - Η επιστημονική διάσταση του θέματος
Άρθρο παρέμβαση του Κώστα Φαινέκου, τέως Διευθυντή του τμήματος Ενδοκρινολογίας του «Κοργιαλένειου-Μπενάκειου ΕΕΣ» νοσοκομείου
Οι πρόσφατες αντιδράσεις της κοινής γνώμης στη χρέωση των τηλεφωνικών κλήσεων για προσδιορισμό ραντεβού με τους ιατρούς του ΕΟΠΠΥ αναδεικνύει έλλειψη στοιχειώδους ορθολογισμού και προγραμματισμού στη διαμόρφωση πολιτικών υγείας αλλά και τις διαμάχες μας «περί όνου σκιάς», στη προκειμένη περίπτωση την τηλεφωνική χρέωση, και τον αποπροσανατολισμό μας από το σπουδαίο, δηλαδή την παροχή δυνατότητας των ασφαλισμένων ασθενών να επιλέγουν ελεύθερα γιατρούς ειδικοτήτων «κατά το δοκούν».
Ο καθορισμός από τους ίδιους τους ασθενείς των ειδικών ιατρών που θα αναλάβουν τη διάγνωση και θεραπεία τυχόν νοσημάτων τους δεν είναι μόνο ανέφικτος αλλά ταυτόχρονα επικίνδυνος για την υγεία τους και πολυδάπανος για ένα ασφαλιστικό οργανισμό που μάλιστα βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης.
Αυτό γιατί απλά ο ασθενής δεν έχει τη γνώση να επιλέξει την ιατρική ειδικότητα που χρειάζεται για τη διάγνωση της αιτίας των συμπτωμάτων του. Αν για παράδειγμα έχει ένα πόνο στο στήθος δεν μπορεί να ξέρει αν αυτό οφείλεται σε στεφανιαία νόσο, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, μεσοπλεύριο νευραλγία, σκελετικό τραύμα, μαστίτιδα, έρπητα ζωστήρα κ.α.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν να επιλέξει λάθος ειδικότητα γιατρού με συνέπειες:
α. την καθυστέρηση στη διάγνωση και θεραπεία.
β. την υποβολή του ασθενούς σε περιττές εργαστηριακές εξετάσεις μια και είναι γνωστό ότι η παραπομπή ενός ασθενούς σε ένα γιατρό ειδικότητας δημιουργεί τη δέσμευση στον ειδικό τουλάχιστον να αποκλείσει νόσημα της ειδικότητάς του.
γ. τη πιθανότητα χορήγησης λάθος θεραπείας μια και ο κάθε ειδικός, μη έχοντας σφαιρική γνώση της ιατρικής, τείνει σε υπερδιάγνωση νοσημάτων της ειδικότητάς του.
δ. τη ταλαιπωρία του ασθενούς με τις αλλεπάλληλες παραπομπές του από τη μία ιατρική ειδικότητα στην άλλη σε ένα κυνήγι μαγισσών για τη σωστή διάγνωση της πάθησης του.
ε. την οικονομική επιβάρυνση του ασφαλιστικού φορέα με περιττές πιθανόν εξειδικευμένες και συχνά ταυτόσημες εργαστηριακές εξετάσεις η και υπερσυνταγογράφηση.
Γνωρίζοντας μάλιστα τη ψυχολογία του Έλληνα ασθενούς είναι πολύ πιθανόν να εκμεταλλευθεί το σύστημα επισκεπτόμενος ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων έως ότου βρει αυτόν που η συμπεριφορά του και τα λόγια του τον ευχαριστούν και τα οποία δεν είναι πάντα στο ίδιο επίπεδο με την ιατρική του κατάρτιση.
Τα παραπάνω υποστηρίζονται και από το γεγονός ότι σε όλες τις προηγμένες στο τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας χώρες οι ασθενείς επισκέπτονται αναγκαστικά πρώτα το γενικό τους γιατρό ο οποίος μόνο σε περίπτωση πού ο ίδιος το κρίνει παραπέμπει εγγράφως και αιτιολογημένα τον ασθενή σε γιατρό ειδικότητας.
Έτσι αντί η παρούσα ηγεσία να προσπαθήσει να εξορθολογίσει το σύστημα και να περιορίσει τη σπατάλη, με το επικίνδυνο λαϊκίστικο σύνθημα «κάθε ασθενής να επιλέγει το γιατρό του», επιτείνει όχι μόνο το οργανωτικό χάος στο σύστημα υγείας (διαχρονικό αποτέλεσμα όλων των προηγουμένων κυβερνήσεων), αλλά δημιουργεί μία ανεξέλεγκτη εκροή πόρων μια και δεν υπάρχει έλεγχος ή περιορισμοί ούτε στις ιατρικές επισκέψεις, ούτε σε παρακλινικές εξετάσεις, ιδιαίτερα αν γράφονται από γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων που επισκέπτεται ο ασθενής.
Για άλλη μια φορά οι επικοινωνιακές επιλογές κυριαρχούν της λογικής, του σωστού σχεδιασμού και της συνολικής παρέμβασης σε ένα αποδιοργανωμένο, υπερτροφικό, πολυδάπανο, χωρίς κίνητρα για τους εργαζόμενους σύστημα υγείας, όπου όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, παρά τις αρχικά καλές προθέσεις, δεν επέτυχαν να στήσουν το θεμέλιο του κάθε σύγχρονου συστήματος υγείας δηλαδή το θεσμό του γενικού γιατρού.
Έτσι αντί για στοχευμένες παρεμβάσεις που θα ήταν εφικτές με τη καθιέρωση του θεσμού του γενικού ιατρού, τον έλεγχο της συνταγογράφησης και των παρακλινικών εξετάσεων (η σχετική πρόταση για την εφαρμογή του συστήματος με τη χρήση έξυπνης κάρτας είχε κατατεθεί το 1996 στο ΚΕΣΥ και ελπίζω τώρα μετά 16 χρόνια να υλοποιηθεί με την ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης) και της κοστολόγησης των ιατρικών πράξεων (η οποία ολοκληρώθηκε μετά 4 χρόνια σκληρής δουλειάς από ομάδες εργασίας σε συνεργασία με τις επιστημονικές εταιρείες, παραδόθηκε στο Υπουργείο Υγείας το 2000 και έκτοτε εξαφανίσθηκε), γίνονται οριζόντιες περικοπές σε φάρμακα και εξετάσεις κατΆ αναλογία των οριζόντιων μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις.
Τελειώνω με μία έκκληση στο Υπουργό υγείας
και τους συνεργάτες του. Προσέξτε όταν έλθει η τρόικα να μη μάθει ότι σε
μία χώρα της ευρωζώνης ο κάθε ασθενής μπορεί να τηλεφωνεί και να κλείνει
ραντεβού με γιατρό που αυτός νομίζει ότι είναι ο κατάλληλος. Αν αυτό συμβεί, η
επόμενη δόση δεν θα εκταμιευθεί και τότε όλοι μας θα τηλεφωνούμε στους διάφορους
παρόχους για να κλείσουμε ραντεβού με ψυχίατρο και αυτή τη φορά η επιλογή της
ειδικότητας θα είναι η σωστή.
Πηγή: Το Βήμα