Μπορεί να επηρεαστούν η καρδιά και οι πνεύμονες από την ακτινοθεραπεία; Υπάρχει κίνδυνος καρδιαγγειακού προβλήματος; Μπορεί αυτό να εμφανιστεί ακόμα και αφού περάσουν χρόνια από την ακτινοθεραπεία για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού;
Σε αυτά τα
ερωτήματα που απασχολούν καθημερινά ασθενείς που πρέπει να υποβληθούν σε
ακτινοθεραπεία, απαντά η Ακτινοθεραπευτής-Ογκολόγος, Δρ. Σοφία Κοσμίδη,
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τονίζοντας χαρακτηριστικά
πως «στις απορίες αυτές που αντικατοπτρίζουν την αγωνία των γυναικών που
υποβάλλονται σε ακτινοβολία μαστού, μπορούμε πλέον να πούμε πως για τις
ασθενείς οι οποίες έχουν ένδειξη, η καρδιά και οι πνεύμονες προστατεύονται στη
διάρκεια της ακτινοθεραπείας κυρίως του αριστερού μαστού, με μια νέα
πρωτοποριακή για την Ελλάδα μέθοδο, αυτήν της ακτινοθεραπείας σε βαθειά
εισπνοή».
Όπως εξηγεί
η ιατρός, με τη νέα αυτή εξελιγμένη μέθοδο, η ασθενής «μαθαίνει» να ελέγχει την
αναπνοή της στη διάρκεια της ακτινοβόλησης. Με τον τρόπο αυτό και
ακινητοποιώντας η ίδια τον μαστό της, η ακτινοβολία χορηγείται κατά τη διάρκεια
της βαθειάς εισπνοής και μόνο, έτσι ώστε να μεγαλώσει η απόσταση της καρδιάς
από το μαζικό αδένα. Ο στόχος αυτής της τεχνικής είναι να επιτευχθεί η μέγιστη
ακρίβεια στη χορήγηση ακτινοβολίας στο μαστό, προστατεύοντας συγχρόνως την
καρδιά και τον πνεύμονα.
Μελέτη του
2016, σε 280.000 γυναίκες με καρκίνο του μαστού, ανέδειξε ότι η καρδιαγγειακή
θνησιμότητα ήταν αυξημένη στις ασθενείς οι οποίες έχουν υποβληθεί σε
ακτινοβολία στον αριστερό μαστό σε σχέση με τον δεξιό μαστό. Αποτελεί, λοιπόν,
προτεραιότητα, η προστασία των φυσιολογικών οργάνων, ώστε να μειωθούν οι
παρενέργειες και να εξασφαλιστεί η άριστη ποιότητα ζωής.
«Η τεχνική
ελέγχου της αναπνοής, μπορεί να εφαρμοστεί βάσει ενδείξεων, σε επικουρική
ακτινοθεραπεία στον αριστερό μαστό, αλλά και σε μονήρη όζο του πνεύμονα και στο
ήπαρ, εξασφαλίζοντας μέγιστη ακρίβεια κατά τη διάρκεια της ακτινοβόλησης και
ελαχιστοποιώντας την όποια επιβάρυνση των γειτονικών υγιών ιστών», καταλήγει η
Δρ. Κοσμίδη.