Ελπίδες σε χιλιάδες ασθενείς δίνει η περίπτωση ενός τρίχρονου κοριτσιού που γεννήθηκε οροθετικό και υποβλήθηκε σε αντιρετροϊκή θεραπεία αμέσως μετά τη γέννησή του. Σήμερα το κοριτσάκι δεν δείχνει κανένα ίχνος της νόσου ενώ έχει να λάβει αγωγή εδώ και 18 μήνες.
Είναι η πρώτη γνωστή μέχρι σήμερα περίπτωση «λειτουργικής» θεραπείας βρέφους που μολύνθηκε από την οροθετική μητέρα του. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο. Το κοριτσάκι έλαβε αντιρετροϊκή αγωγή σε διάστημα λιγότερο των 30 ωρών από την γέννησή του, πολύ νωρίτερα σε σχέση με την τακτική που ακολουθούν οι γιατροί στα νεογνά, για τα οποία ο κίνδυνος της μόλυνσης είναι υψηλός.
Η έγκαιρη αγωγή εξηγεί πιθανόν την λειτουργική θεραπεία της μικρούλας. Η αγωγή αυτή μπλόκαρε τον σχηματισμό δεξαμενών του ιού που είναι δύσκολο να θεραπευτούν, σύμφωνα με τους ερευνητές. Τα «εν υπνώσει» μολυσμένα κύτταρα επαναδραστηριοποιούν την λοίμωξη στην πλειοψηφία των οροθετικών ατόμων μερικές εβδομάδες μετά την διακοπή των αντιρετροϊκών φαρμάκων.
«Οι παρατηρήσεις μας υποδηλώνουν ότι η ύφεση αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά πιθανόν το αποτέλεσμα της πολύ έγκαιρης αντιρετροϊκής αγωγής, η οποία εμπόδισε τον ιό HIV να εγκατασταθεί στα ανοσοκύτταρα του παιδιού», υπογραμμίζει η δρ Ντέμπορα Πέρσοντ, ιολόγος στο νοσοκομειακό κέντρο Τζον Χόπκινς, κύρια συντάκτρια της μελέτης αυτής που δημοσιεύεται στην Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας (NEJM) και η οποία συνεχίζει να παρακολουθεί την μικρή.
Τα τεστ είχαν δείξει τη σταδιακή μείωση της παρουσίας του ιού στο αίμα του νεογέννητου, μέχρι που ο ιός δεν ανιχνευόταν 29 ημέρες μετά τη γέννηση.
Το παιδί, που γεννήθηκε στο Μισισίπι, τελούσε υπό αντιρετροϊκή αγωγή έως την ηλικία των 18 μηνών, όταν οι γιατροί έχασαν τα ίχνη του ιού επί δέκα μήνες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα το παιδί δεν είχε λάβει αντιρετροϊκή θεραπεία.
Κλινική μελέτη
Καμιά από τις εξετάσεις αίματος που έγιναν στη συνέχεια δεν επέτρεψε τον εντοπισμό της παρουσίας του ιού HIV. Ιχνη του ιού ήταν εμφανή μόνο σε γενετικές αναλύσεις, αλλά αυτά δεν αρκούσαν για την αναπαραγωγή του.
Η συγκεκριμένη περίπτωση «εμφανούς θεραπείας» θα αποτελέσει βάση στις αρχές του 2014 για μια κλινική μελέτη που χρηματοδοτείται από ομοσπονδιακούς πόρους και έχει στόχο να δοκιμαστεί η χορήγηση έγκαιρης αντιρετροϊκής αγωγής στα οροθετικά νεογνά.
Τουλάχιστον 260.000 παιδιά μολύνονται από την μητέρα τους κάθε χρόνο, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, παρά τη σημαντική πρόοδο που εμποδίζει την μετάδοση του ιού στο 98% των περιπτώσεων, με τη χορήγηση αντιρετροϊκής αγωγής κατά την κύηση.
Ως μόνη πλήρης επίσημη θεραπεία του AIDS στον κόσμο αναγνωρίζεται αυτή του Αμερικανού Τίμοθι Μπράουν, του λεγόμενου «ασθενή του Βερολίνου», που δηλώθηκε η θεραπεία του μετά μια μεταμόσχευση μυελού των οστών από δότη που έφερε σπάνια γενετική μετάλλαξη, η οποία εμποδίζει τον ιό να εισχωρήσει στα ανοσοκύτταρα. Η μεταμόσχευση έγινε για τη θεραπεία λευχαιμίας την οποία είχε εκδηλώσει ο ασθενής.
Ωστόσο, υπογραμμίζουν οι ιολόγοι, η πολύ βαριά αυτή αγωγή δεν είναι δυνατή για τα 33 εκατομμύρια οροθετικών στον κόσμο.
Η καταστολή του ιικού φορτίου του HIV χωρίς θεραπεία είναι σπάνια. Παρατηρείται σε ποσοστό μικρότερο του 0,5% των προσβεβλημένων από τον ιό ενηλίκων που ονομάζονται «ελεγκτές». Το ανοσοποιητικό τους σύστημα εμποδίζει την αναπαραγωγή του ιού και τον καθιστά κλινικά μη ανιχνεύσιμο.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιοποιήθηκε το 2012, 4 οροθετικοί ενήλικες στη Γαλλία που υποβλήθηκαν σε αντιρετροϊκή αγωγή λίγο μετά τη μόλυνσή τους (8 έως 10 εβδομάδες) επί σχεδόν τρία χρόνια, συνεχίζουν να «ελέγχουν» την λοίμωξή τους επτά χρόνια αργότερα, χωρίς τη χορήγηση των αγωγών αυτών.
Το «θεραπευμένο» κοριτσάκι του Μισισίπι δεν παρουσιάζει κανένα από τα χαρακτηριστικά που φέρει το ανοσοποιητικό σύστημα των «ελεγκτών» αυτών, υπογραμμίζει η δρ Πέρσοντ επιβεβαιώνοντας την εν δυνάμει δραστικότητα της έγκαιρης αντιρετροϊκής αγωγής.
Ωστόσο οι ιολόγοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί. Στην ερώτηση αν το παιδί έχει θεραπευτεί, η καλύτερη απάντηση σε αυτό το στάδιο είναι οι εξής: "ίσως», γράφει ο ιολόγος Σκοτ Χάμερ, του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, σε άρθρο που δημοσιεύεται στην Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας .
Αυτή η αβεβαιότητα εξηγείται από την ανάγκη της παρακολούθησης μακροπρόθεσμα, χωρίς θεραπεία, και την ανακρίβεια της μέτρησης των δεξαμενών του ιού, διευκρινίζει.