Οι άνθρωποι που μιλούν δύο –ή περισσότερες– γλώσσες σε προχωρημένη ηλικία εμφανίζουν μειωμένη έκπτωση των νοητικών λειτουργιών τους, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη δείχνει ότι το ευεργετικό αποτέλεσμα της δεύτερης ή τρίτης ξένης γλώσσας υπάρχει ακόμη και αν κανείς τις έμαθε ενήλικος. Το «κλειδί» είναι κατά πόσο, όλα αυτά τα χρόνια, χρησιμοποιούσε για να μιλήσει ή να διαβάσει και μια άλλη γλώσσα πέρα από τη μητρική του.
Η μελέτη
Ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Τόμας Μπακ του Κέντρου Γνωστικής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, μελέτησαν τις περιπτώσεις 835 ατόμων, που είχαν κάνει το πρώτο τεστ νοσημοσύνης σε ηλικία 11 ετών το 1947 και το επανέλαβαν μετά τα 70 χρόνια τους, μεταξύ 2008 και 2010. Οι 262 γνώριζαν έστω άλλη μία γλώσσα πέρα από την μητρική τους (τα αγγλικά) και από αυτούς οι 195 είχαν μάθει τη δεύτερη γλώσσα πριν τα 18 τους, ενώ οι υπόλοιποι μετά την ενηλικίωσή τους.
Η έρευνα έδειξε ότι τα άτομα που γνώριζαν δύο ή περισσότερες γλώσσες είχαν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις στα νοητικά τεστ που έκαναν στα γεράματά τους, ιδίως όσον αφορά το επίπεδο της γενικής νοημοσύνης τους και την ικανότητα ανάγνωσης. Αυτές οι ανώτερες επιδόσεις υπήρχαν ανεξάρτητα από το πότε έμαθε κανείς τη δεύτερη ή τρίτη γλώσσα (πριν ή μετά τα 18 χρόνια του).
Όπως δείχνει και η νέα μελέτη –επιβεβαιώνοντας προηγούμενες έρευνες– η γνώση και χρήση ξένων γλωσσών επιβραδύνει την άνοια της τρίτης ηλικίας και διατηρεί πιο νεανικό τον εγκέφαλο, επειδή τον «γυμνάζει» καλύτερα.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Annals of Neurology».
Πηγή: tovima.gr