Η υγρή
βιοψία αποτελεί μία μη-επεμβατική προσέγγιση για την παρακολούθηση ασθενών με
καρκίνο και βασίζεται στην άντληση πληροφοριών για την εξέλιξη του όγκου, καθώς
και για την λήψη θεραπευτικών αποφάσεων και εξατομικευμένης θεραπείας μέσω της
ανάλυσης περιφερικού αίματος. Δίνει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της εξέλιξης
ενός συμπαγούς όγκου σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε πραγματικό χρόνο, μέσω
λεπτομερούς μοριακής ανάλυσης του κυκλοφορούντος γενετικού υλικού του στο
περιφερικό αίμα. Η προσέγγιση αυτή δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη βιολογία
και την ετερογένεια του όγκου μέσω:
α)
ανίχνευσης και μοριακού χαρακτηρισμού κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (circulating tumor cells, CTCs),
β)
ανίχνευσης μεταλλάξεων και επιγενετικών τροποποιήσεων στο εξωκυττάριο
κυκλοφορούν καρκινικό DNA (circulating tumor DNA, ctDNA),
γ) μελέτης
κυκλοφορούντων miRNAs, και
δ) απομόνωσης και μελέτης εξωκυτταρικών σωματιδίων (extracellular vesicles, EVs).
Οι αναλύσεις αυτές δίνουν άλλη διάσταση στην εξατομικευμένη θεραπεία, καθώς παρέχουν τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της νεοπλασματικής νόσου σε μοριακό επίπεδο για την εκτίμηση της πρόγνωσης, καθώς και την πρόβλεψη ανταπόκρισης ή της ανάπτυξης αντίστασης σε στοχευμένες θεραπείες, ειδικά όταν η απόκτηση βιοπτικού υλικού από μεταστατικές εστίες δεν είναι πάντοτε εφικτή για πρακτικούς λόγους.
Κυκλοφορούντα Καρκινικά Κύτταρα: Τα CTCs είναι σπάνια κύτταρα που ανιχνεύονται στο περιφερικό αίμα και προέρχονται από πρωτοπαθείς και μεταστατικούς όγκους. Τα κύτταρα αυτά έχουν αποκτήσει την ικανότητα εισόδου στην κυκλοφορία και μπορούν να εξαγγειωθούν, και να προκαλέσουν την ανάπτυξη μεταστάσεων σε διαφορετικά όργανα. Ο FDA έχει ήδη εγκρίνει την εφαρμογή του συστήματος CellSearch (Menarini) για την ανάλυση των CTCs στον καρκίνο του μαστού (2004), του παχέος εντέρου (2008) και του προστάτη (2008 για πρόγνωση και όχι για επιλογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων. Ο μοριακός χαρακτηρισμός των CTCs μπορεί να συνεισφέρει στην καλύτερη κατανόηση της βιολογίας της ανάπτυξης μετάστασης καθώς και στην ταυτοποίηση νέων θεραπευτικών στόχων.
Εξωκυττάριο καρκινικό DNA: Το εξωκυττάριο DNA (cell-free DNA, cfDNA) ανιχνεύεται στο αίμα των ασθενών με καρκίνο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση μοριακών τροποποιήσεων που σχετίζονται με την εξέλιξη της νόσου. Το circulating tumor DNA (ctDNA) είναι ένα μικρό ποσοστό του cfDNA που απελευθερώνεται στην κυκλοφορία από τα καρκινικά κύτταρα και περιλαμβάνει όλες τις μοριακές αλλαγές που χαρακτηρίζουν το καρκινικό κύτταρο. Η ανίχνευση μεταλλάξεων και επιπρόσθετων γενετικών και επιγενετικών ανωμαλιών στο ctDNA μπορούν να επιτευχθεί με μοριακές τεχνικές που χαρακτηρίζονται από υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα και μπορούν να εφαρμοστούν όταν δεν είναι εφικτή η λήψη βιοπτικού υλικού. Πρόσφατα η δοκιμασία ανίχνευσης μεταλλάξεων του γονιδίου EGFR στο ctDNA έχει λάβει έγκριση από το FDA και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην παρακολούθηση των ασθενών με μη-μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Συμπερασματικά
η υγρή βιοψία παρέχει πολλές νέες δυνατότητες παρακολούθησης ασθενών με
καρκίνο. Οι αναλύσεις υγρής βιοψίας είναι ελάχιστα επεμβατικές και μπορούν να
επαναληφθούν κατά την παρακολούθηση των ασθενών όσες φορές κρίνεται απαραίτητο,
γεγονός που αποτελεί το κυριότερο πλεονέκτημα τους στην κλινική πράξη. Όσον
αφορά στο κλινικό εργαστήριο, οι αναλύσεις υγρής βιοψίας έχουν τη δυναμική ενός
ευρύτατου πεδίου εφαρμογών όπως η ανάπτυξη στοχευμένων διαγνωστικών δοκιμασιών
(theranostics) και
συνοδών διαγνωστικών εξετάσεων (companion diagnostics) για
συγκεκριμένες στοχευμένες θεραπείες, η παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου,
ενώ στο εγγύς μέλλον θα μπορούν να αξιοποιηθούν ακόμη και για την πρώιμη
διάγνωση της νεοπλασίας. Οι δοκιμασίες υγρής βιοψίας ύστερα από επικύρωση,
μπορούν να οδηγήσουν στην καλύτερη κλινική διαχείριση της θεραπείας των
ασθενών, καθώς και στην κατανόηση της εξέλιξης του όγκου, σε πολλούς και
διαφορετικούς τύπους καρκίνου.
Όλα τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα γύρω από την υγρή βιοψία θα παρουσιαστούν σε προσεχές συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί στις 4-7 Οκτωβρίου 2017, στη Ρόδο και πρόεδρος του οποίου είναι η Ε. Λιανίδου, PhD Καθηγήτρια Αναλυτικής Χημείας – Κλινικής Χημείας Τμήμα Χημείας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στο συνέδριο έχουν δηλώσει συμμετοχή και θα
παρευρεθούν περίπου 300 ερευνητές και κλινικοί ογκολόγοι από πολλές χώρες της
Ευρώπης, Βορείου Αμερικής και Αυστραλίας.