Η Chiesi, διεθνής όμιλος προϊόντων υγείας με
επίκεντρο την έρευνα (Όμιλος Chiesi), παρουσίασε σήμερα στοιχεία σχετικά με την
ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και την αντίληψη που έχουν οι Ευρωπαίοι για τη
Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας
ΧΑΠ. Τα αποτελέσματα προέκυψαν από έρευνα που διεξήγαγε η Eurisko Gfk με τίτλο
«ΧΑΠ: γνώσεις, εμπειρίες και επίδραση στην ποιότητα ζωής». Η έρευνα διεξήχθη
τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και σε πάσχοντες από τη νόσο, σε δείγμα 4.250 ατόμων,
ηλικίας 18 ετών και άνω, από 5 ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία,
Ηνωμένο Βασίλειο και Βέλγιο).
Η έρευνα
επισημαίνει, ωστόσο, το γεγονός ότι συχνά η νόσος δεν διαγιγνώσκεται και ως εκ
τούτου οι ασθενείς υποτιμούν τη σοβαρότητά της. Η αντίληψη του γενικού
πληθυσμού όσον αφορά τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη ΧΑΠ παραμένει χαμηλή,
παρότι είναι ευρέως γνωστό ότι πρόκειται για σοβαρή ασθένεια και ότι ο υγιεινός
τρόπος ζωής και ο τακτικός ιατρικός έλεγχος αποτρέπουν συνήθως την ανάπτυξή
της. Κατά μέσο όρο, μόνο το 16% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι διατρέχει κίνδυνο,
παρότι γνωρίζει τη σοβαρότητα της νόσου (95%).
Στους κύριους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση, με ποσοστό 80% και 54%, αντίστοιχα.
Τέλος, πέρα από το χαμηλό επίπεδο αντίληψης του κινδύνου και οι γνώσεις των ασθενών σχετικά με τη νόσο είναι περιορισμένες: το 84% των ερωτηθέντων δεν γνωρίζει κάποιο άτομο που πάσχει από ΧΑΠ. Η Ιταλία βρίσκεται στην τελευταία θέση στο πεδίο αυτό, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 97%.
Τα μέσα που επιλέγουν οι ασθενείς για την ενημέρωσή τους
Κατά μέσο όρο, το 36% των ερωτηθέντων που ισχυρίζονται ότι έχουν ακούσει για τη ΧΑΠ αναφέρει ως κύρια πηγή πληροφόρησης τα μέσα ενημέρωσης (συγκεκριμένα ραδιόφωνο και τηλεόραση). Για τους Ισπανούς ερωτηθέντες, το ποσοστό ανέρχεται σε 56%. Οι κλινικοί γιατροί διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην παροχή πληροφοριών: το μέσο ποσοστό ασθενών που αναζητά ιατρική συμβουλή ανέρχεται σε 5% περίπου, με το υψηλότερο ποσοστό να σημειώνεται στο Βέλγιο (15%).
Εξετάζοντας
πιο αναλυτικά τις ειδικότητες ιατρών που συμβουλεύονται οι ασθενείς,
παρατηρούμε ότι: το 60% απευθύνεται στον οικογενειακό ιατρό, ενώ το 39% σε
πνευμονολόγο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Μεγάλη Βρετανία, όπου μόνο το 10%
των ερωτηθέντων συμβουλεύεται εξειδικευμένο ιατρό. Η επικοινωνία
ιατρού-ασθενούς θεωρείται βασική για την πλειονότητα των ερωτηθέντων: κατά μέσο
όρο, το 82% των ασθενών δηλώνει ότι πρωταρχικά κριτήρια για την επιλογή ιατρού
είναι ο τελευταίος να νοιάζεται πραγματικά και να είναι καλός ακροατής. Οι
δεξιότητες και η εξειδίκευση του ιατρού είναι το δεύτερο σημαντικότερο
κριτήριο, με ποσοστό 81%.
Κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ ιατρού και ασθενούς, ο ιατρός χρησιμοποιεί την υφιστάμενη ιατρική ορολογία και ο ασθενής κατανοεί ό,τι μπορεί να κατανοήσει, ανάλογα με το πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο που διαθέτει. Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδικοί και οι γενικοί ιατροί έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια ασάφεια.
Θεραπεία και συμμόρφωση με τη θεραπεία:
Η αντίληψη
του γενικού πληθυσμού είναι ότι η ΧΑΠ μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο με
φαρμακευτική αγωγή, αλλά ότι δεν μπορεί να θεραπευτεί (33%). Μόνο το 6%
ισχυρίζεται ότι η νόσος μπορεί να θεραπευτεί.
Μεταξύ των ασθενών που λαμβάνουν ήδη θεραπεία: κατά μέσο όρο, το 35% λαμβάνει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα (50% των Ιταλών), ενώ το 23% των ερωτηθέντων λαμβάνει 3 ή περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα. Η ανάγκη ταυτόχρονης λήψης άνω του ενός φαρμακευτικών σκευασμάτων επηρεάζει τη συμμόρφωση με τη θεραπεία. Συγκεκριμένα, το 25% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι ενίοτε δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν όλα τα φάρμακά τους. Ως εκ τούτου, η πολυπλοκότητα της θεραπείας αποτελεί βασικό παράγοντα μείωσης της συμμόρφωσης με τη θεραπεία.