Νέες μελέτες επαναφέρουν στο προσκήνιο τη στενή σχέση μεταξύ της χρήσης αντιβιοτικών σε πολύ μικρή ηλικία και της ανάπτυξης άσθματος.
Ειδικότερα, η λήψη αντιβιοτικών κατά τον πρώτο χρόνο ζωής των βρεφών συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση άσθματος στην ηλικία των 7 ετών. Αυτό συμβαίνει γιατί τα αντιβιοτικά καταστρέφουν μαζί με τα μικρόβια που προκαλούν τις ασθένειες και εκείνα που βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα του βρέφους.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη επιθεώρηση The Lancet, οι επιστήμονες παρακολούθησαν μια ομάδα από τη γέννηση μέχρι την ηλικία των 11 χρόνων, αξιολογώντας όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη συνταγογράφηση αντιβιοτικών, καθώς και τις περιπτώσεις που εμφανίστηκε άσθμα σε κάποια από αυτά, με βάση τα ιατρικά αρχεία. Από 984 οικογένειες που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για την εν λόγω έρευνα, αναλύθηκαν διεξοδικά τα δεδομένα για 916 παιδιά. Οι επιστήμονες σημείωσαν το σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης συριγμού ή ασθματικής κρίσης μετά τη χορήγηση αντιβιοτικού και όσο συχνότερη ήταν η χρησιμοποίηση αντιβιοτικών, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος ανάπτυξης άσθματος. Τρεις ή τέσσερις δόσεις του φαρμάκου συνέβαλαν σε αυξημένο κίνδυνο κατά 30% και με περισσότερες από 4 δόσεις αντιβιοτικών ο κίνδυνος αυξήθηκε σχεδόν κατά 50%.
Παιδιά που έλαβαν αντιβιοτικά ως βρέφη είχαν σημαντικά χαμηλότερη παραγωγή κυτοκινών. Οι κυτοκίνες είναι πρωτεΐνες, οι οποίες παράγονται από τα λευκά αιμοσφαίρια και είναι σημαντικές για την άμυνα του οργανισμού έναντι λοιμώξεων από ιούς όπως ο RSV και ο ρινοϊός, ιοί που κυρίως ευθύνονται για το άσθμα.
Σημειώνεται ότι η σύνδεση αντιβιοτικών και άσθματος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία, γιατί τα ίδια τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία αναπνευστικών παθήσεων, οι οποίες συχνά είναι πρόδρομες του άσθματος. Συνεπώς είναι ακόμα πιο δύσκολο να ξεχωρίσουν οι επιστήμονες την καθαρή επίδραση των αντιβιοτικών.
Πηγή: naftemporiki.gr