Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (ή σπαστική εντεροκολίτιδα) είναι μια λειτουργική γαστρεντερική διαταραχή (δεν υπάρχει ορατή ή δομική βλάβη στο πεπτικό σύστημα) που επηρεάζει το παχύ έντερο (κόλον).
Η ακριβής αιτία του συνδρόμου είναι άγνωστη, αλλά πιστεύεται ότι οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των μη φυσιολογικών συσπάσεων του παχέος εντέρου, της υπερευαισθησίας στον πόνο και των διαταραχών στον άξονα εντέρου-εγκεφάλου (διαταραχή της επικοινωνίας εντερικού νευρικού συστήματος – εγκεφάλου. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του πάσχοντος. Στην ηλικιακή ζώνη 45-64 το ποσοστό των πασχόντων ατόμων φτάνει στο 18-20%. Τα πιο κοινά συμπτώματα του συνδρόμου είναι:
- Κοιλιακό άλγος ή δυσφορία · Φούσκωμα · Αέρια · Διάρροια · Αίσθημα ατελών κενώσεων · Δυσκοιλιότητα · Βλέννα στα κόπρανα
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να προκληθούν από ορισμένες τροφές, στρες, ορμονικές αλλαγές ή άλλους παράγοντες, επίσης μπορεί να επικαλύπτονται με αυτά άλλων γαστρεντερικών παθήσεων, όπως είναι η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD), η κοιλιοκάκη ή η βακτηριακή υπερανάπτυξη του λεπτού εντέρου (SIBO). Συνεπώς, για να τεθεί η διάγνωση είναι σημαντική η επίσκεψη σε έναν ειδικευμένο ιατρό.
Πώς γίνεται η διάγνωση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου;
Ο γιατρός θα λάβει πρώτα ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και θα πραγματοποιήσει κλινική εξέταση. Μπορεί επίσης να ζητήσει ορισμένες εξετάσεις, όπως ανάλυση κοπράνων, εξετάσεις αίματος ή απεικονιστικές μελέτες, για να αποκλειστούν άλλες καταστάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ιατρός μπορεί επίσης να πραγματοποιήσει κολονοσκόπηση ή ενδοσκόπηση για να ελέγξει το κόλον ή το λεπτό έντερο. Για τη διάγνωση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, από το 2016 ισχύουν τα κριτήρια της Ρώμης IV. Σύμφωνα με αυτά, ένα άτομο πρέπει να έχει επαναλαμβανόμενο κοιλιακό άλγος ή δυσφορία για τουλάχιστον μία ημέρα την εβδομάδα τους τελευταίους τρεις μήνες, μαζί με δύο ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- πόνο ή ενόχληση που σχετίζεται με την αφόδευση · αλλαγές στη συχνότητα των κενώσεων · αλλαγές στη μορφή ή την εμφάνιση των κοπράνων.
Εάν ο εξεταζόμενος πληροί αυτά τα κριτήρια, διαγιγνώσκεται με το σύνδρομο, το οποίο στη συνέχεια ταξινομείται, με βάση την «κύρια συνήθεια» του εντέρου.
Πώς αντιμετωπίζεται το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου;
Υπάρχουν αρκετές θεραπευτικές επιλογές που μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων. Ειδικότερα, οι πάσχοντες θα πρέπει να υιοθετήσουν την τακτική αλλά όχι απαραίτητα έντονη άσκηση, τεχνικές διαχείρισης του στρες (έλεγχος της αναπνοής, γιόγκα) και να επιδιώκουν καθημερινά επαρκή και ξεκούραστο ύπνο. Για την εμφάνιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου «ενοχοποιούνται» διαφορετικές τροφές για κάθε άτομο. Αυτές είναι τα λιπαρά τρόφιμα, η καφεΐνη, το αλκοόλ, τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες, το γάλα και τα μπαχαρικά. Επειδή οι φυτικές ίνες δεν θα πρέπει να λείπουν από το διαιτολόγιο κανενός, καλό θα είναι να μην εξαλειφθεί η λήψη τους αλλά να συνοδεύεται από την αυξημένη παράλληλη κατανάλωση νερού.
Πέρα από τις διατροφικές πηγές φυτικών ινών, ο γιατρός ή ένας ειδικός διατροφολόγος μπορούν να συστήσουν και κάποια συμπληρώματα (λιναρόσπορο, προβιοτικά, πρεβιοτικά -η «τροφή» των προβιοτικών).
Θεραπευτική προσέγγιση
Υπάρχουν διάφοροι τύποι φαρμάκων που μπορούν να συνταγογραφηθούν για τη διαχείριση των συμπτωμάτων του συνδρόμου, όπως: αντισπασμωδικά, τα οποία βοηθούν στη μείωση της κοιλιακής κράμπας, και καθαρτικά ή αντιδιαρροϊκά, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στη ρύθμιση των κινήσεων του εντέρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν αντικαταθλιπτικά για να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων πόνου ή δυσφορίας.