Το 15-20% του πληθυσμού έχει συμπτώματα δυσλεξίας, περιλαμβανομένου αργού ρυθμού ανάγνωσης, κακό συλλαβισμό και ικανότητα γραφής, όπως και προβλήματα διάκρισης λέξεων που είναι όμοιες, σύμφωνα με τη Διεθνή Εταιρεία Δυσλεξίας.
Πού οφείλονται αυτές οι δυσκολίες;
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, με επικεφαλής τον
επίκουρο καθηγητή Επιστημών Ομιλίας, Ακοής και Γλωσσών Τάιλερ Περρατσιόνε, με
εξειδικευμένες τεχνικές εγκεφαλικής απεικόνισης διαπίστωσαν ότι ενήλικες και
παιδιά μεδυσλεξίαέχουν μικρότερη ικανότητα προσαρμογής σε αισθητηριακές πληροφορίες,
συγκριτικά με τα άτομα χωρίς τη συγκεκριμένηδιαταραχή λόγου.
«Η προσαρμογή είναι το πώς ο εγκέφαλος βελτιώνει την αποτελεσματικότητά του. Όταν μιλάμε με κάποιον για πρώτη φορά, ο εγκέφαλος χρειάζεται λίγο χρόνο για να συνηθίσει τη φωνή του ομιλητή, το ρυθμό που μιλάει και την εκφορά του λόγου του. Στη συνέχεια προσαρμόζεται και σταματά να εργάζεται τόσο σκληρά, ώστε να επεξεργαστεί τα λεγόμενα του συνομιλητή. Στα άτομα με δυσλεξία, η προσαρμογή δεν γίνεται όπως πρέπει. Ο εγκέφαλος δουλεύει σκληρότερα για να επεξεργαστεί τα αισθητηριακά στοιχεία» εξηγεί ο επικεφαλής της έρευνας.
Το πείραμα
Στο εν λόγω πείραμα, οι συμμετέχοντες άκουσαν μια σειρά από λέξεις, που διάβαζαν είτε ένας είτε πολλοί άνθρωποι. Τα άτομα χωρίς δυσλεξία προσαρμόστηκαν στον έναν ομιλητή και όχι στους πολλούς. Αντίθετα, τα άτομα με δυσλεξία παρουσίασαν λιγότερηπροσαρμογήτης εγκεφαλικής τους δραστηριότητας ακόμα και στον έναν ομιλητή.
Το ίδιο συνέβη και όταν οι εθελοντές κλήθηκαν να κοιτάξουν κάποιες γραπτές λέξεις, αλλά και άλλα οπτικά ερεθίσματα, όπως εικόνες προσώπων και αντικειμένων.
Βρέθηκε η αιτία της δυσλεξίας;
Ο ερευνητής και οι συνεργάτες του πιστεύουν ότι ανακάλυψαν την αιτία της δυσλεξίας, εν μέρει διότι η μειωμένη προσαρμογή εντοπίστηκε και σε μικρά παιδιά και όχι μόνον σε ενήλικες.
«'Αλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η δυσλεξία έχει να κάνει με διαφορές στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν αυτές ήταν αιτία ή συνέπεια της διαταραχής», εξηγεί ο Δρ Περρατσιονε και προσθέτει ότι η μειωμένη εγκεφαλική προσαρμογή μπορεί να εμφανίζεται στο διάβασμα, επειδή το διάβασμα είναι μια πιο απαιτητική και περίπλοκη διαδικασία.
«Ο εγκέφαλος δεν έχει ειδική περιοχή για την ανάγνωση. Είναι ένα "εργαλείο" που εφεύραμε και ο τρόπος χρήσης του απαιτεί μια περίπλοκη ενορχήστρωση διαφορετικών εγκεφαλικών περιοχών. Και επειδή είναι αναμενόμενο να διαβάζουμε, δεν συνειδητοποιούμε τι μεγάλο επίτευγμα είναι τελικά» καταλήγει.