Τα φάρμακα για την παχυσαρκία, όπως αυτά των Novo Nordisk και Eli Lilly, έχουν την προοπτική να σημειώσουν σημαντική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, εκτιμούν οι αναλυτές της Morgan Stanley Research. Η συγκεκριμένη αγορά μπορεί να φτάσει τα 54 δισ. δολάρια έως το 2030 και αναμένεται να είναι η επόμενη «blockbuster» κατηγορία φαρμάκων που θα χορηγείται ευρέως σε επίπεδο ΠΦΥ. Κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και στο παρελθόν με τα φάρμακα της υπέρτασης -αναφέρουν οι αναλυτές- τα οποία μέσα σε μια δεκαετία (μεταξύ ’80-’90) αναπτύχθηκαν σε μια αγορά αξίας 30 δισ. δολαρίων.
Σημειώνεται ότι η παχυσαρκία αναγνωρίστηκε ως χρόνια νόσος από τον Αμερικανικό Ιατρικό Σύλλογο το 2013, ενώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις πέρυσι, σύμφωνα με το Fierce Pharma. Παράλληλα, το φάρμακο σεμαγλουτίδης της Novo Nordisk πριν από περίπου ένα χρόνο έλαβε την ένδειξη για την παχυσαρκία, ενώ το ίδιο αναμένεται να ισχύσει και για το φάρμακο tirzepatide της Eli Lilly που πρόσφατα πήρε έγκριση για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη.
«Το υπερβολικό βάρος και η απώλεια λίπους πιστεύουμε ότι θα αποτελέσουν τους νέους πρωταρχικούς στόχους των θεραπειών του διαβήτη και των καρδιαγγειακών», αναφέρει η ερευνητική ομάδα της Morgan Stanley, η οποία προβλέπει επίσης αυξημένη ζήτηση και συνταγογράφηση για τα φάρμακα που θα καταπολεμούν την παχυσαρκία.
Όπως εξηγεί, το ποσοστό των ανθρώπων που επισκέπτονται τον γιατρό τους για το βάρος τους είναι σήμερα στο 7% και τα επόμενα χρόνια θα φτάσει το 25%, ενώ οι μισοί περίπου από αυτούς τους ασθενείς θα λάβουν συνταγή με αγωγή κατά της παχυσαρκίας.
Έτσι, αναμένονται υψηλές πωλήσεις των φαρμάκων για την απώλεια βάρους. Συγκεκριμένα οι ερευνητές προβλέπουν έσοδα ύψους περίπου 11 δισ. δολαρίων από δύο φάρμακα της Novo Nordisk και έσοδα ύψους 5,4 δισ. δολάρια για την Eli Lilly, εφόσον το φάρμακό της λάβει τη σχετική ένδειξη.
Παράλληλα νέοι παίκτες ενδέχεται να εμφανιστούν και να «απειλήσουν» το παραπάνω δίπολο, π.χ. βιοτεχνολογικές εταιρείες με φάρμακα για μεταβολικές και καρδιακές νόσους, όπως είναι οι Altimmune, Zealand Pharma, Regor Therapeutics κ.ά.