Από την
Κική Φέσκου, φαρμακοποιό Προσοχή! • Η σισπλατίνη πρέπει να χορηγείται μόνο σε νοσοκομείο υπό την επίβλεψη ειδικού γιατρού πεπειραμένου στη χρήση χημειοθεραπευτικών αντικαρκινικών φαρμάκων. Επειδή προκαλεί αθροιστικά νεφροτοξικότητα, πρέπει να ελέγχεται η νεφρική και ηπατική λειτουργία πριν από την έναρξη της θεραπείας και τη χορήγηση του φαρμάκου. Στην προτεινόμενη δόση, η σισπλατίνη δεν πρέπει να χορηγείται συχνότερα από μία φορά κάθε 3-4 εβδομάδες. Για την πρόληψη ανεπιθύμητων ενεργειών από τους νεφρούς, πρέπει να προηγείται ενυδάτωση των ασθενών και χορήγηση μανιτόλης ή διουρητικών. • Πρέπει να αποφεύγεται η σύγχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων δυνητικά νεφροτοξικών ή ηπατοτοξικών ή οινοπνεύματος εκτός αν γίνεται υπό στενή επίβλεψη ειδικού γιατρού. • Αναφυλακτικού τύπου αντιδράσεις έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια χορήγησης του φαρμάκου και περιλαμβάνουν οίδημα προσώπου, ταχυ- καρδία και υπόταση. Για το λόγο αυτό πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα μέσα αντιμετώπισης μιας τέτοιας κατάστασης (επινεφρίνη, υδροκορτιζόνη). • Πριν από τη χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να γίνεται αιματολογικός έλεγχος, προσδιορισμός του ουρικού οξέος του αίματος και να διενεργείται ακουόγραμμα. • Υπάρχουν αναφορές για σοβαρές περιπτώσεις νευροπαθειών σε ασθενείς που τους χορηγήθηκαν υψηλές δόσεις σισπλατίνης ή που η χορήγηση έγινε με μεγαλύτερη συχνότητα από την προτεινόμενη. Οι νευροπάθειες αυτές μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνεται τακτικά νευρολογική εξέταση. • Δεδομένου ότι το cis-platinum διασπάται με την παρουσία αργιλίου, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται συσκευές και βελόνες από αλουμίνιο. |
Γενικές πληροφορίες και τρόπος δράσης Το σύμπλοκο cis-διαμινοδιχλωρολευκόχρυσος (ΙΙ), γνωστό ως σισπλατίνη, παρασκευάσθηκε για πρώτη φορά από το M. Peyrone το 1845 ενώ η ανακάλυψη της κυτταροστατικής του δράσης προέκυψε εντελώς τυχαία, κατά τη διάρκεια μιας ερευνητικής εργασίας το 1961, όταν ο βιοχημικός Barnett Rosenberg και οι συνεργάτες του πειραματίζονταν πάνω στην επίδραση του ηλεκτρικού πεδίου -με ηλεκτρόδια από λευκόχρυσο- στην ανάπτυξη βακτηρίων. Στη συνέχεια μελετήθηκε η θεραπευτική δράση της σισπλατίνης σε διάφορους τύπους κακοήθων νεοπλασιών και αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική σε μεταστατικά νεοπλάσματα ωοθηκών, τραχήλου της μήτρας, όρχεων, ουροδόχου κύστης και εγκεφάλου. Επίσης αποδείχθηκε αποτελεσματική στο μικροκυτταρικό καρκίνο των πνευμόνων σε συνδυασμό με άλλα κυτταροστατικά φάρμακα. Η σισπλατίνη είναι ένα αντικαρκινικό («αντινεοπλασματικό» ή «κυτταροτοξικό») φάρμακο χημειοθεραπείας. Δρα στον κυτταρικό κύκλο παρεμποδίζοντας εκλεκτικά τη σύνθεση του DNA. Ενδείξεις • Καρκίνος του πνεύμονα: η σισπλατίνη ενδείκνυται σε ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου του πνεύμονα, μικροκυτταρικού και μη μικροκυτταρικού τύπου, σε καθιερωμένη θεραπεία συνδυασμού με άλλα εγκεκριμένα χημειοθεραπευτικά φάρμακα ή ως συμπλήρωμα των κατάλληλων χειρουργικών ή/και ακτινοθεραπευτικών παρεμβάσεων. • Προχωρημένος καρκίνος της ουροδόχου κύστης: ενδείκνυται ως μονοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο μεταβατικού επιθηλίου της ουροδόχου κύστης στους οποίους δεν αποδίδουν πλέον οι τοπικές θεραπείες. • Καρκίνοι πλακώδους επιθηλίου της κεφαλής και του τραχήλου: η σισπλατίνη ενδείκνυται σε συνδυασμένη θεραπεία με άλλα εγκεκριμένα αντικαρκινικά φάρμακα. • Καρκίνος του προστάτη: σε ορισμένες περιπτώσεις μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα αντικαρκινικά φάρμακα. • Καρκίνος του τραχήλου της μήτρας. Αντενδείξεις Η σισπλατίνη αντενδείκνυται σε: • ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική και ακουστική βλάβη • ασθενείς με περιφερική νευροπάθεια • ασθενείς με μυελοκαταστολή • εγκυμοσύνη • άτομα με αλλεργία στη δραστική αυτή ουσία. Αλληλεπιδράσεις • Σε σύγχρονη χορήγηση του φαρμάκου με αμινογλυκοσίδες αυξάνεται ο κίνδυνος νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας. • Η σισπλατίνη μπορεί να μειώσει τη δράση των αντιεπιληπτικών φαρμάκων. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Η σισπλατίνη χορηγείται ενδοφλεβίως σε διάλυμα που περιέχει τουλάχιστον 0,3% χλωριούχο νάτριο. Η χορήγηση πρέπει να γίνεται υπό την επίβλεψη ειδικού γιατρού. Η συνήθης δόση για τη θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα, σε συνδυασμό με άλλα χημειοθεραπευτικά σκευάσματα, είναι 60-100 mg/m2 ενδοφλεβίως μία φορά κάθε 3-4 εβδομάδες. Υπερδοσολογία Σε υπερδοσολογία μπορεί να προκύψουν σοβαρές βλάβες στους νεφρούς και στο ήπαρ, κώφωση, οφθαλμική τοξικότητα (με αποκόλληση), μυελοκαταστολή, έντονη ναυτία και νευρίτιδα. Επίσης σε υπερβολική χορήγηση μπορεί να επέλθει θάνατος. Δεν υπάρχουν αντίδοτα για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας. Η αγωγή σε υπέρβαση της δοσολογίας πρέπει να γίνεται σε νοσοκομείο. Ανεπιθύμητες ενέργειες • Νεφροτοξικότητα: σχετιζόμενη με σωληναριακή βλάβη. Εκδηλώνεται με αύξηση της ουρίας, της κρεατινίνης και του ουρικού οξέος. Είναι συνάρτηση της δόσης και εμφανίζεται τη δεύτερη βδομάδα από τη χορήγηση του φαρμάκου. • Ωτοτοξικότητα: σχετίζεται με τη δόση και παρατηρείται περίπου στο 1/3 των ασθενών. Εκδηλώνεται με εμβοές ή / και με μείωση της ακουστικής οξύτητας στους υψηλούς τόνους. Είναι σοβαρότερη στα παιδιά, σε επανειλημμένες χορηγήσεις του φαρμάκου. • Καταστολή του μυελού των οστών: σχετίζεται επίσης με τη δόση και εκδηλώνεται με λευκοπενία και θρομβοπενία, συνήθως μεταξύ 18ης και 23ης ημέρας. Επανέρχεται στο φυσιολογικό συνήθως την 39η ημέρα. Αναιμία παρατηρείται στην ίδια περίπου συχνότητα και στο ίδιο διάστημα με τη λευκοπενία. • Διαταραχές από το πεπτικό σύστημα ποικίλης βαρύτητας παρατηρούνται σχεδόν σε όλους τους ασθενείς. Τα συμπτώματα είναι ναυτία, ανορεξία ή / και διάρροια, τα οποία μπορεί να επιμείνουν για εβδομάδες. • Νευροτοξικότητα: εκδηλώνεται με περιφερική νευροπάθεια, συνήθως μετά από θεραπεία 4-7 μηνών, που μπορεί να είναι αναστρέψιμη. • Αναφυλακτικές αντιδράσεις: οίδημα προσώπου, βρογχόσπασμος, ταχυκαρδία και πτώση της αρτηριακής πίεσης εμφανίζονται συνήθως λίγα λεπτά μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Οι αντιδράσεις μπορεί να ελεγχθούν με ενδοφλέβια χορήγηση αδρεναλίνης, κορτικοστεροειδών και αντιισταμινικών. • Διαταραχές ηλεκτρολυτών: οφείλονται σε αυξημένη χορήγηση υγρών ή αυξημένη αποβολή τους από τους νεφρούς λόγω σωληναριακής βλάβης. • Απώλεια γεύσης και σπασμοί. Φύλαξη Το φάρμακο φυλάσσεται σε θερμοκρασία μεταξύ 15° και 25°C. Δεν πρέπει να ψύχεται. Πρέπει να προστατεύεται από το φως. Συμπεράσματα Παρά τις παρενέργειες η σισπλατίνη θεωρείται επαναστατικό φάρμακο στη θεραπεία μεταστατικών μορφών καρκίνου. Σε συνδυασμό με νεότερους κυτταροστατικούς παράγοντες όπως βινορελμπίνη, γεμσιταμπίνη και ιρινοτεκάνη, παρατηρούνται αυξημένα ποσοστά ανταπόκρισης και μεγαλύτεροι χρόνοι επιβίωσης σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία. Σε συνδυασμό με νεότερους κυτταροστατικούς παράγοντες όπως βινορελμπίνη, γεμσιταμπίνη και ιρινοτεκάνη, παρατηρούνται αυξημένα ποσοστά ανταπόκρισης και μεγαλύτεροι χρόνοι επιβίωσης σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία.Εμπορικά σκευάσματα Platamine / Pfizer: Platinol / Bristol Myers Squibb: Cisplatin / Ebewe / Φαρμανέλ: |
|