Επανεξέταση του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback) ύψους 152,6 εκ. ευρώ από τη φαρμακοβιομηχανία, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις υφίστανται «καταστροφικές καθυστερήσεις εξόφλησης χρεών από τον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία», ζητά ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας, με επιστολή του προς τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Λυκουρέντζο, σημειώνοντας πως τα χρέη έχουν αφεθεί να πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, χωρίς κανένα ορίζοντα επίλυσής τους.
Στην επιστολή, επισημαίνεται ακόμη, ότι η Πολιτεία εμμένει σε εφαρμογή οριζόντιων μέτρων, τη στιγμή που έχει καθυστερήσει η υλοποίηση μέτρων για όλους τους εταίρους στη διακίνηση και κατανάλωση των φαρμάκων.
Υπογραμμίζοντας ότι τα νοσοκομεία συνεχίζουν να μην διανέμουν ακριβά φάρμακα στους ασθενείς, ότι η φαρμακευτική δαπάνη έχει μειωθεί κατά 40% και ότι είναι αδύνατη η συνέχιση του εφοδιασμού της αγοράς χωρίς εξόφληση των οφειλομένων, ζητεί επίσης να ενημερωθεί για τον τρόπο υπολογισμού του clawback που θα κληθεί να καταβάλει.
Αναλυτικά η επιστολή έχει ως εξής:
"Με μεγάλη έκπληξη πληροφορηθήκαμε από ΜΜΕ ότι η Πολιτεία πρόκειται εντός των προσεχών ημερών να στείλει στις φαρμακευτικές εταιρείες τις πράξεις για την επιβολή του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback).
Επιπλέον ενημερωθήκαμε ότι το υπουργείο από το μέτρο αυτό υπολογίζει ότι θα εισπράξει 152,6 εκ. ευρώ. Με την παρούσα επιστολή θα θέλαμε, για μια ακόμη φορά να σας ενημερώσουμε ότι ο ΣΦΕΕ είναι κάθετα αντίθετος με την επιβολή του εν προκειμένω μέτρου, το οποίο βρίσκεται εκτός κάθε λογικής, την οποία η Κυβέρνησή σας έχει κληθεί να υπηρετήσει.
Πιο συγκεκριμένα, τη στιγμή που το πρωταρχικό ζητούμενο είναι η διαφάνεια και η αξιοπιστία, ο τρόπος υπολογισμού της εξωνοσοκομειακής δαπάνης συνεχίζει να βρίθει λαθών και ανακριβειών (εφόσον εξακολουθεί να μην υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής υπολογισμού, ένα τελικό συμφωνημένο αποτέλεσμα, το οποίο να εξαιρεί, ως είναι λογικό, τον ΦΠΑ και τη δαπάνη για τα αμιγώς νοσοκομειακά φάρμακα). Επιπλέον, η Πολιτεία εμμένει σε εφαρμογή οριζόντιων μέτρων, τη στιγμή που ηθελημένα ή μη έχει καθυστερήσει όλο το πρώτο εξάμηνο την υλοποίηση των ήδη νομοθετημένων μέτρων και μεταρρυθμίσεων στο φάρμακο, που πρέπει να αφορούν ισομερώς όλους τους εταίρους στη διακίνηση και κατανάλωση των φαρμάκων.
Εν κατακλείδι, το μέτρο του clawback ενθαρρύνει και ωθεί την Πολιτεία, πράγμα το οποίο έγινε, να μην παίρνει τα όποια μέτρα εξορθολογισμού του φαρμακευτικού προϋπολογισμού, επειδή η βιομηχανία μας θα κληθεί να πληρώσει την ανεπάρκεια της Πολιτείας στο τέλος της ημέρας. Και γιΆ αυτό τον απλό λόγο είμαστε κάθετα αντίθετοι.
Οι φαρμακευτικές
επιχειρήσεις δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένες να καταβάλουν clawback,
του οποίου και ο υπολογισμός είναι τελείως αδιαφανής, τη στιγμή που πληθώρα
θεσμοθετημένων μέτρων δεν έχουν εφαρμοστεί καθόλου ή έχει καθυστερήσει
υπερβολικά η εφαρμογή τους, ήτοι:
- Μείωση στα σωστά επίπεδα των τιμών off-patent/generics.
- Πληρωμή rebate φαρμακοποιών.
- Μείωση περιθωρίου κέρδους της εφοδιαστικής αλυσίδας στο 15%.
- Ποσοστά συνασφάλισης.
- Πλήρης εφαρμογή ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
- Καταπολέμηση
της απάτης μέσω πάταξης του φαινομένου των πλαστών συνταγών, της πλήρους
μηχανοργάνωσης του συστήματος κ.λπ.
Υπενθυμίζεται ότι ο ΣΦΕΕ έχει ήδη προσβάλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας τη σχετική Υπουργική Απόφαση για τους εξής επιπλέον λόγους:
1) Με το μέτρο αυτό παραβιάζεται η αρχή της ισότητας διότι με αυθαίρετο τρόπο από την αλυσίδα εμπορίας των φαρμάκων επιλεκτικά το συγκεκριμένο μέτρο επιβάλλεται στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις.
2) Τα κριτήρια επιβολής του μέτρου πάσχουν από αοριστία διότι δεν προσδιορίζουν με σαφήνεια τα ποσά που πρέπει να επιστρέψουν οι εταιρείες και ποια μεθοδολογία ακολουθείται για τον ακριβή επιμερισμό της υπέρβασης της δαπάνης στην υπόχρεο εταιρεία.
3) Οι υπόχρεες εταιρείες δεν είναι εκείνες οι οποίες συντελούν στην υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης καθόσον ο θεράπων ιατρός είναι αυτός ο οποίος συνταγογραφεί.
4) Το μέτρο αυτό είναι συμπληρωματικό και θα πρέπει να ισχύσει μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η Πολιτεία παρά την εφαρμογή όλων των προβλεπόμενων από τη σχετική εθνική νομοθεσία και το Μνημόνιο μέτρων, διαπιστώσει υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Για να είναι ο υπολογισμός της φαρμακευτικής δαπάνης του
ΕΟΠΥΥ διαφανής, δίκαιος και αντικειμενικός θα πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες
προϋποθέσεις:
- Ο διαχωρισμός φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης είναι απαραίτητος, ώστε να σταματήσει η συστηματική και ραγδαία εντός του 2012 μετακύλιση από τα νοσοκομεία στον ΕΟΠΥΥ. Θα πρέπει, λοιπόν, άμεσα να αρχίσουν τα νοσοκομεία να διανέμουν επιτέλους τα νοσοκομειακά φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση τα άλλα «νοσοκομειακά» φάρμακα που θα συνεχίσουν να υπολογίζονται στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη θα πρέπει να πωλούνται στο εξής στην ex-factory τιμή, χωρίς τη νοσοκομειακή έκπτωση.
- Στον υπολογισμό της δαπάνης δεν μπορεί να περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ διότι αποτελεί φόρο του κράτους και άρα έσοδό του, όπως γίνεται εξάλλου σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
- Το κόστος των νοσοκομειακών προϊόντων που διανέμει ο ΕΟΠΥΥ από τα φαρμακεία του θα πρέπει να αφαιρείται από τη φαρμακευτική δαπάνη σύμφωνα και με τον ορισμό του ΟΟΣΑ. Ο ΕΟΠΥΥ διαθέτει δικό του δίκτυο διανομής για να στηρίζει την ανεπαρκή λειτουργία των νοσοκομείων, που του επιτρέπει τη χορήγηση νοσοκομειακών προϊόντων σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Στην αμιγώς νοσοκομειακή δαπάνη εντάσσονται όλα τα προϊόντα του καταλόγου 3816 (ΦΕΚ 1003/Β/2012, Παράρτημα 1α ) και επίσης οι κατηγορίες: α) αυξητικοί παράγοντες και παράγοντες ερυθροποϊίας, β) ιντερφερόνες, γ) revlimid, δ) remicade και ε) φάρμακα ΙΦΕΤ βραχείας νοσηλείας.
- Οι
καθυστερήσεις πληρωμών προς τους φαρμακοποιούς οδηγούν σε απώλεια του rebate
φαρμακείων της τάξης των €5 εκ το μήνα. Εφόσον η καθυστέρηση αποτελεί
υπαιτιότητα του κράτους οι αντίστοιχες απώλειες δεν θα πρέπει να απαιτούνται ως
clawback από την βιομηχανία.
- Τέλος, όλα τα ανωτέρω συμβαίνουν όταν η ίδια η Πολιτεία
βρίσκεται απολογούμενη για τις καταστροφικές για τις επιχειρήσεις μας
καθυστερήσεις εξόφλησης των χρεών του ΕΟΠΥΥ και των δημοσίων νοσοκομείων,
αφήνοντας κυριολεκτικά τα χρέη τους να πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, χωρίς
κανένα ορίζοντα επίλυσής τους.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι
φαρμακευτικές επιχειρήσεις, όσο κανείς άλλος, έχουν συνεισφέρει στη μείωση των
δαπανών υγείας. Την τριετία 2009-2012, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα έχει
μειωθεί κατά €3 δις, δηλαδή κατά 40%. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να
συνεχίσουμε να λειτουργούμε και να εφοδιάζουμε την αγορά χωρίς να έχουμε
τουλάχιστον εξασφαλίσει την αποπληρωμή των όσων μας χρωστάτε.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους σας καλούμε να επανεξετάσετε το θέμα του clawback και βέβαια για λόγους διαφάνειας να μας ενημερώσετε αναλυτικά για τη μεθοδολογία στην οποία έχετε στηριχθεί για τον υπολογισμό του”.