«Περισσότερες από τις μισές Ελληνίδες έχουν πυκνούς μαστούς (κατηγορίας C και D), μια κατάσταση που μπορεί να υποκρύπτει βλάβες που δεν αποκαλύπτονται μόνο με τη μαστογραφία αλλά απαιτούν και υπερηχογράφημα μαστών.
Σύμφωνα με
τον Δρ. Πέτρο Μαλακάση, Ειδικό Ακτινοδιαγνώστη Μαστού: «οι μαστοί ανάλογα με
την πυκνότητα τους όπως αυτή εμφανίζεται στη μαστογραφία, κατατάσσονται από
ακτινολογικής απόψεως σε τέσσερις κατηγορίες, με τις δύο πρώτες να μην
κρίνονται ουσιαστικές αλλά οι δύο επόμενες, που έχουν μεγάλο ποσοστό ινώδους
συνδετικού ιστού, να παρουσιάζουν δυσκολία στη μαστογραφική διάγνωση».
Η
συμπληρωματική υπερηχογραφική εξέταση περιορίζεται συχνά και χρειάζεται μόνο
στην περίπτωση ευρημάτων, εφόσον η γυναίκα επιλέγει για το διαγνωστικό της
έλεγχο όχι την «παραδοσιακή» μαστογραφία, αλλά τη ψηφιακή με τομοσύνθεση που
αποτελεί την πλέον σύγχρονη τρισδιάστατη (3D) τεχνολογία απεικόνισης μαστού, με
ποσοστό ευαισθησίας 99% στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου.
Είναι καλό
επίσης, το διαγνωστικό υπερηχογράφημα σε γυναίκες με εύρημα στη μαστογραφία να
γίνεται σε εξειδικευμένα απεικονιστικά Κέντρα Μαστού, που διαθέτουν
υπερηχογράφους με προγράμματα ελαστογραφίας και τρισδιάστατης απεικόνισης,
προκειμένου να ταυτοποιηθούν επακριβώς τα ύποπτα ευρήματα.
Υπενθυμίζεται
ότι η προληπτική μαστογραφική «διερεύνηση» πρέπει να γίνεται από την ηλικία των
40 ετών και άνω σε γυναίκες χωρίς συμπτώματα. Η πλήρης διερεύνηση ακολουθεί τον
«αλγόριθμο της πρόληψης» με κλινική εξέταση, μαστογραφία και εάν χρειαστεί
υπερηχογραφικό έλεγχο. Σε γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του
μαστού, ο έλεγχος πρέπει να ξεκινάει με μαστογραφία σε ηλικία τουλάχιστον 10
χρόνια μικρότερη, από την ηλικία που το συγγενικό πρόσωπο εμφάνισε τη νόσο.