Ένας στους τρεις Έλληνες χαρακτηρίζει μέτρια έως κακή την κατάσταση της υγείας του, ενώ περίπου 2 στους 10 δηλώνουν ότι υποφέρουν από άγχος και καταθλιπτικά συμπτώματα. Μάλιστα, στην Ελλάδα, εκτιμάται αύξηση της συχνότητας της στεφανιαίας νόσου και των εγκεφαλικών επεισοδίων μέχρι το 2030 κατά 18,6% και 15,4% αντίστοιχα, με σημαντικές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας.
Αυτά και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση της Υγείας στην Ελλάδα το 2015 παρουσίασε η επιστημονική υπεύθυνη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γ. Τουλούμη, η οποία σε συνεργασία με όλες τις Ιατρικές Σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, οργάνωσε και υλοποίησε την Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου (ΕΜΕΝΟ) με συγχρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και εθνικούς πόρους.
Όπως ανακοίνωσαν οι επιστήμονες, η μελέτη στοχεύει στην καταγραφή της νοσηρότητας και των κύριων παραγόντων κινδύνου χρόνιων νοσημάτων εστιάζοντας κυρίως σε καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα, αλλά και στην αξιολόγηση του βαθμού εφαρμογής των συνιστώμενων μέτρων πρόληψης και των πιθανών φραγμών στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Επίσης στόχος ήταν να γίνει διερεύνηση των κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της μελέτης το 1/3 (28,5%) αυτοαξιολογεί την κατάσταση υγείας του ως μέτρια ή κακή. Τα ποσοστά των ατόμων με συμπτώματα άγχους (24%), ή κατάθλιψης (16%) είναι ανησυχητικά υψηλά και ενδεικτικά μεγάλης και συνεχούς διαχρονικής αύξησης. Επιβεβαιώνεται, και στη μελέτη αυτή, η συσχέτιση του άγχους και της κατάθλιψης με την ανεργία. Παρατηρείται αυξημένη προσέλευση στις υπηρεσίες υγείας του δημόσιου τομέα, αλλά ταυτόχρονα και μικρή ικανοποίηση από τους χρήστες των υπηρεσιών (μέτρια/κακή/πολύ κακή ικανοποίηση δήλωσε περίπου το 42%). Σημαντικό ποσοστό (22%) δήλωσε ότι είχε πρόβλημα στην πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα παροχής υγείας, με κύριο αναφερόμενο φραγμό το οικονομικό κόστος.
Προσυμπτωματικός έλεγχος/προληπτικές εξετάσεις
Όσον αφορά στον καρκίνο του μαστού, μαστογραφία έχει κάνει κάποια στιγμή το 68% των γυναικών, ενώ για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, 8 στις 10 γυναίκες έχουν κάνει Pap-test. Για την πρόληψη καρκίνου του παχέος εντέρου, μόλις το 20% του πληθυσμού άνω των 50 ετών έχει κάνει κολονοσκόπηση. Από διάφορες επιμέρους αναλύσεις γίνεται φανερό ότι υπάρχει σύγχυση στον πληθυσμό, και ίσως και στους επαγγελματίες υγείας, σχετικά με τις αρχές του προσυμπτωματικού ελέγχου, καθώς μία από τις βασικές αιτίες που οι συμμετέχοντες δεν έκαναν τις σχετικές εξετάσεις ήταν η έλλειψη συμπτωμάτων.
Καρδιαγγειακά νοσήματα
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα (κυρίως έμφραγμα της καρδιάς και εγκεφαλικό επεισόδιο) ευθύνονται για περίπου το 40% των θανάτων στην Ευρώπη. Η Ελλάδα θεωρείται χώρα μέσου κινδύνου, με μεγαλύτερη συχνότητα από την Ιταλία, Πορτογαλία και Γαλλία. Η οικονομική κρίση και η ανεργία σχετίζονται με αύξηση των εμφραγμάτων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΕΜΕΝΟ η συχνότητα της στεφανιαίας νόσου ήταν 4,6% και των εγκεφαλικών 1,9%. Η στεφανιαία νόσος ήταν 2 φορές συχνότερη στους άνδρες (6,3%) απ' ότι στις γυναίκες (3,1%).
Παράγοντες Κινδύνου
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα οφείλονται σε γονιδιακούς (κληρονομικούς) παράγοντες, αλλά και σε τροποποιήσιμους παράγοντες, όπως υπέρταση, διαβήτης, χοληστερίνη, κάπνισμα και παχυσαρκία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΕΜΕΝΟ, ποσοστό 45% των ανδρών και 30% των γυναικών ήταν υπέρβαροι, και 31% των ανδρών και 34% των γυναικών παχύσαρκοι. Στην ηλικιακή ομάδα 18-29 ετών, 51% των ανδρών και 31% των γυναικών ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Ποσοστό 39% των ανδρών και 33% των γυναικών είχαν υπέρταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι 40% των υπερτασικών ήταν αδιάγνωστοι, 15% είχαν διαγνωσθεί αλλά δεν έπαιρναν θεραπεία, 27% έπαιρναν θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και μόνο 18% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία. Το 12,5% των ανδρών και το 10% των γυναικών είχαν διαβήτη (11% στο σύνολο).
Από τους διαβητικούς, 14% ήταν αδιάγνωστοι, 4% είχαν διαγνωσθεί αλλά δεν έπαιρναν θεραπεία, 41% έπαιρνε θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και 41% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία. Το 37% των ανδρών και το 34% των γυναικών είχαν αυξημένη χοληστερίνη (35% συνολικά) ενώ πάνω από τα 2/3 ατόμων ηλικίας κάτω από 50 ετών με αυξημένη χοληστερίνη είναι αδιάγνωστοι.