Στο διάστημα που μεσολάβησε, η
Apivita κατόρθωσε να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη εξωστρέφεια, καθώς τα προϊόντα
της ταξιδεύουν ήδη στην Πορτογαλία, στην Ουγγαρία και στη Βουλγαρία, ενώ από
τον Ιούλιο η εταιρεία θα έχει παρουσία σε καταστήματα στη Νότια Αφρική, αλλά
και σε φαρμακεία στο Μεξικό και στο Μαρόκο από τον Σεπτέμβριο.
Στον κατάλογο αναμένεται να προστεθούν και άλλες 9-10 χώρες από το 2019, δύο εκ των οποίων είναι χώρες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως λόγω της δυναμικής παρουσίας του ισπανικού ομίλου στη συγκεκριμένη αγορά. Όπως επισημαίνει στην «Καθημερινή» ο Αναγνώστης Τσουκαλάς, επικεφαλής ανθρωπίνου δυναμικού και brand ambassador της εταιρείας, «σήμερα η Apivita δραστηριοποιείται σε περίπου 15 χώρες, ενώ έως το 2020 αναμένεται να έχουμε παρουσία συνολικά σε τουλάχιστον 35 χώρες». Από την άλλη, ο λόγος για τον οποίο ενδεχομένως η εταιρεία δεν έχει ακόμα δραστηριοποιηθεί σε ορισμένες από τις σημαντικότερες αγορές καλλυντικών παγκοσμίως –Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Κίνα, Νότια Κορέα– είναι, κατά τον κ. Τσουκαλά, επειδή «πρέπει πρώτα να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε στη ζήτηση και στις απαιτήσεις των συγκεκριμένων αγορών σε επίπεδο παραγωγικών δυνατοτήτων. ΓιΆ αυτό η είσοδός μας θα γίνει σταδιακά, δεδομένου ότι, αν μπούμε έστω σε μία από αυτές τις χώρες, θα έχουμε αύξηση 10% στον τζίρο μας». Η εξωστρέφεια της εταιρείας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αξιοποίηση την καναλιών διανομής που είχε ήδη στη διάθεσή της η Puig αλλά και η Uriage, την οποία εξαγόρασε ο ισπανικός όμιλος πριν από περίπου 7 χρόνια.
Αυτή η δυναμική της πορεία μεταφράζεται και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, καθώς από τον Μάρτιο 2017 οι εργαζόμενοι έχουν αυξηθεί στους 278 από 258, ενώ αντίστοιχη πορεία έχει και η θυγατρική της στην Ισπανία. Αυτή η αύξηση αποτυπώνεται και στην πορεία του τζίρου της εταιρείας, καθώς το 2017 διαμορφώθηκε στα 40,5 εκατ. ευρώ, ενώ το 2018 εκτιμάται ότι θα ανέλθει περίπου στα 46 εκατ.
Σημείο αναφοράς για την εταιρεία
αποτέλεσε και η «κυψέλη» της Apivita, το νέο βιοκλιματικό εργοστάσιο, οι
εργασίες του οποίου ξεκίνησαν το 2008, μεσούσης δηλαδή της κρίσης, και
ολοκληρώθηκαν το 2013. Εκεί πλέον στεγάζεται όλη η γραμμή παραγωγής της
εταιρείας, «παρότι αρχικά όλοι εκτιμούσαν ότι ένα τέτοιο άνοιγμα εν μέσω κρίσης
θα ήταν οικονομική αυτοκτονία», λέει στην «Κ» ο κ. Τσουκαλάς. Ωστόσο, τα
οικονομικά μεγέθη της εταιρείας αποδεικνύουν ότι η «επισφαλής» για ορισμένους
κίνηση απέδωσε, με τον τζίρο να κυμαίνεται από το 2013 έως το 2016 περίπου στα
32,5-38 εκατ. ευρώ, όταν πριν από τη δημιουργία του εργοστασίου, 2008-2012,
διαμορφωνόταν στα επίπεδα των 23-29 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον της Puig δεν κίνησε η Αpivita μόνο λόγω της πολλά υποσχόμενης αναπτυξιακής της πορείας, αλλά πρωτίστως λόγω της ιστορίας που η εταιρεία μπορεί να διηγηθεί, από την ίδρυσή της το 1979. Σύμφωνα με τον διευθυντή επιστημονικών υποθέσεων Κ. Γαρδίκη, ακόμη και οι φαρμακοβιομηχανίες επενδύουν πλέον μεγάλο ποσοστό στην ανάπτυξη φυσικών προϊόντων, ενώ μεγάλα brands απορροφούν τόσο εταιρείες φυσικών καλλυντικών όσο και startups για να καταστήσουν αισθητή την παρουσία τους στον αναδυόμενο αυτόν κλάδο. Εξάλλου, όπως ανέφερε στην «Κ» και ο πρόεδρος της Αpivita Νίκος Κουτσιανάς, «στην Ελλάδα θα πρέπει να επενδύσουμε αφενός σε καινοτόμες επιχειρήσεις, αφετέρου όμως απαραίτητο είναι να επενδύσουμε και σε καινοτόμους ανθρώπους».