Όπως αναφέρεται σε μερικές από τις πιο έγκυρες εφημερίδες, η FDA έχει ήδη αποστείλει προς τις φαρμακευτικές εταιρείες επιστολές, σύμφωνα με τις οποίες από εδώ και στο εξής θα απαιτεί την πραγματοποίηση ειδικών ψυχιατρικών ελέγχων για κάθε φάρμακο που περνά από το στάδιο των κλινικών δοκιμών και τη συμπερίληψη των πορισμάτων των μελετών αυτών στο φάκελο των υποψηφίων προς έγκριση φαρμάκων. |
Τη διενέργεια ειδικών ελέγχων για την πιθανότητα εμφάνισης αυτοκτονικών τάσεων σε ασθενείς, στους οποίους πραγματοποιούνται κλινικές δοκιμές φαρμάκων, έχει ζητήσει η Αμερικανική Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) από τις φαρμακοβιομηχανίες, μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες αντίστοιχες έρευνες για τη διερεύνηση πιθανών ψυχολογικών παρενεργειών αυτού του είδους δεν συμπεριλαμβάνονταν συνήθως στις κλινικές δοκιμές των φαρμάκων.
Όπως αναφέρεται σε μερικές από τις πιο έγκυρες εφημερίδες (The New York Times, Herald Tribune κ.ά.), η FDA έχει ήδη αποστείλει προς τις φαρμακευτικές εταιρείες επιστολές, σύμφωνα με τις οποίες από εδώ και στο εξής θα απαιτεί την πραγματοποίηση ειδικών ψυχιατρικών ελέγχων για κάθε φάρμακο που περνά από το στάδιο των κλινικών δοκιμών και τη συμπερίληψη των πορισμάτων των μελετών αυτών στο φάκελο των υποψηφίων προς έγκριση φαρμάκων.
Ήδη φαρμακευτικές εταιρείες, όπως η Merck, η Sanofi-Aventis και η Eli Lilly, εφαρμόζοντας τις οδηγίες της FDA, έχουν φροντίσει να πραγματοποιούν λεπτομερείς ελέγχους για τη διερεύνηση της πιθανότητας εμφάνισης επικίνδυνων ψυχολογικών παρενεργειών σε ασθενείς, σε κάθε φάρμακό τους το οποίο θέτουν σε στάδιο κλινικών δοκιμών.
Αιτία για τη σύσταση της οδηγίας αυτής από την FDA αποτέλεσαν οι συνεχιζόμενες αναφορές που επεσήμαναν την εμφάνιση τάσεων αυτοκτονίας σε μέρος ασθενών, στους οποίους είχαν χορηγηθεί φάρμακα για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων και καταστάσεων, από την κατάθλιψη, την επιληψία και τον εθισμό στο κάπνισμα έως την εμφάνιση ουρολογικών προβλημάτων.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων οι έως τώρα έλεγχοι ψυχολογικών παρενεργειών κατά τις δοκιμές φαρμάκων σε ασθενείς ήταν γενικά ανεπαρκείς, καθώς είναι δύσκολο να «μετρηθούν» και να ερμηνευθούν σωστά και αντικειμενικά οι επιπτώσεις στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά του ασθενή (σε αντίθεση, π.χ., με τις επιπτώσεις μιας ουσίας στον οργανισμό του ασθενή, οι οποίες συνήθως είναι εμφανείς και μετρήσιμες). Επιπλέον, είναι δύσκολο συνήθως να διασαφηνιστεί αν οι ψυχολογικές παρενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν σε κάποιον ασθενή αποτελούν ανεπιθύμητες ενέργειες ενός φαρμάκου ή προέρχονται από την ίδια την πάθηση. Επίσης είναι πλέον γνωστό από φαρμακολογικά δεδομένα ότι μια ουσία, ακόμη και αν δε στοχεύει άμεσα στον εγκέφαλο, μπορεί να επιδρά «έμμεσα» στη λειτουργία του (και κατ’ επέκταση στη συμπεριφορά ενός ατόμου), αν αλληλεπιδρά με άλλες ουσίες που φτάνουν σ’ αυτόν.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο αμερικανικός ελεγκτικός οργανισμός φαρμάκων αξιολόγησε ως αναγκαία τη συνέχιση της έρευνας στο πεδίο των ψυχολογικών παρενεργειών των ουσιών και σύστησε τη στενή παρακολούθηση της συμπεριφοράς των ασθενών στους οποίους δοκιμάζεται κάποιο φάρμακο, ώστε να εξασφαλίζεται στο ακέραιο η ασφάλεια των φαρμάκων, όχι μόνο σε οργανικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ψυχολογίας και συμπεριφοράς. |