Οι αλλεργίες αποτελούν ένα δημοφιλές και αυξανόμενο ζήτημα δημόσιας υγείας, ειδικά για τα παιδιά και τους ανθρώπους που ζουν σε αστικό περιβάλλον. Δυσχεραίνουν την ποιότητα ζωής και γι' αυτό αναζητούνται λύσεις για την αντιμετώπισή τους ή τη μείωση των συμπτωμάτων τους. Μία από αυτές θα μπορούσε να είναι η χρήση προβιοτικών.
Ο κατάλογος των αλλεργικών ασθενειών που δημοσιεύει ο Π.Ο.Υ. περιλαμβάνει: άσθμα, ρινίτιδα, επιπεφυκίτιδα, ρινοκολπίτιδα, αναφυλαξία, ατοπική δερματίτιδα, κνίδωση και αγγειοοίδημα, καθώς και δευτερογενείς αντιδράσεις που προκαλούνται από φάρμακα, τρόφιμα ή δήγματα εντόμων. Η αλλεργία ορίζεται ως μια αντίδραση υπερευαισθησίας που προκαλείται από μια ανοσολογική απόκριση σε ένα συγκεκριμένο αντιγόνο, γνωστό ως αλλεργιογόνο.
Τα αλλεργιογόνα αλληλεπιδρούν με τα κύτταρα της φυσικής ανοσίας του οργανισμού μας και η επαναλαμβανόμενη επαφή με ένα αλλεργιογόνο πυροδοτεί την ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων και των βασεόφιλων και την απελευθέρωση αλλεργικών μεσολαβητών, με αποτέλεσμα συμπτώματα που κυμαίνονται από φτέρνισμα και φαγούρα μέχρι σοβαρή δύσπνοια και αναφυλαξία.
Τα τελευταία χρόνια, ο επιπολασμός των αλλεργικών ασθενειών έχει αυξηθεί πολύ, σε σημείο που το 30-40% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει πλέον από μία ή περισσότερες αλλεργικές ασθένειες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι ασθένειες επηρεάζουν όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά αναφέρονται συχνότερα στην παιδική ηλικία.
Η «υπόθεση υγιεινής» εξηγεί τον επιπολασμό
Μια κοινή εξήγηση για τον αυξημένο επιπολασμό των αλλεργικών ασθενειών είναι η «υπόθεση υγιεινής», που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1989 από τον Strachan, στην οποία αναφέρεται ότι η έλλειψη έκθεσης στην παιδική ηλικία σε μολυσματικούς παράγοντες, συμβιωτικούς μικροοργανισμούς και παράσιτα αυξάνει την ευαισθησία του παιδιού σε αυτές τις ασθένειες αργότερα στη ζωή. Η μειωμένη μικροβιακή έκθεση λόγω βελτιωμένης υγιεινής, οι αλλαγές στη διατροφή (αύξηση της πρόσληψης επεξεργασμένης τροφής) και η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών μπορεί να είναι καθοριστικοί παράγοντες για τον επιπολασμό των αλλεργιών.
Επιπλέον, υπάρχουν πολλά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η ζωή σε αγροτικές περιοχές στην παιδική ηλικία έχει προστατευτική επίδραση έναντι αλλεργικών παθήσεων, όπως η ατοπία, η αλλεργική ρινίτιδα και το άσθμα. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με παράγοντες που προέρχονται από το περιβάλλον, όπως η με βακτηριακές ενδοτοξίνες, η επαφή με ζώα ή η πρόσληψη ακατέργαστου ή ελαφρά επεξεργασμένου γάλακτος. Τις τελευταίες δεκαετίες, η μετανάστευση από την παραδοσιακή γεωργία στο αστικό περιβάλλον και η έλλειψη επαφής με ζώα έχουν συσχετιστεί με την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης αλλεργικών ασθενειών.
Ο μηχανισμός δράσης των αλλεργικών αντιδράσεων
Στις αλλεργικές αντιδράσεις, υπάρχει ανισορροπία μεταξύ των Τ-βοηθητικών κυττάρων Th1 και Th2 λεμφοκυττάρων, υπέρ των Th2 λεμφοκυττάρων. Τα Th1 λεμφοκύτταρα είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση μολύνσεων, ενεργοποιώντας τα μακροφάγα για να υπερασπιστούν τον οργανισμό. Τα λεμφοκύτταρα Th2 από την άλλη ενεργοποιούν τα ηωσινόφιλα και τα μαστοκύτταρα και επάγουν την παραγωγή ανοσοσφαιρίνης IgE που ευθύνεται για τις αλλεργίες. Αυτές οι αλλεργίες προκαλούνται από μια ακατάλληλη ανοσολογική απόκριση των λεμφοκυττάρων Th2 σε διαφορετικά αντιγόνα, συμπεριλαμβανομένων περιβαλλοντικών ή τροφικών.
Η ενεργοποίηση αυτής της απόκρισης οδηγεί στην έκκριση ιντερλευκινών IL-4, IL-5 και IL-13 και σε μια ειδική για το αλλεργιογόνο παραγωγή IgE, η οποία οδηγεί στην αλλεργική φλεγμονώδη απάντηση. Η ιντερφερόνη (INF)-γ αναστέλλει τη δραστηριότητα Th1 επάγοντας αυτές τις αποκρίσεις κυτοκίνης, διατηρώντας έτσι έναν αλλεργικό φαινότυπο.
Η αλλεργική ρινίτιδα (AR) είναι η κύρια από τις πιο κοινές αλλεργικές ασθένειες. Επηρεάζει το 20% του συνολικού πληθυσμού και επομένως είναι η πιο διαδεδομένη χρόνια μη μεταδοτική ασθένεια στον κόσμο. Ωστόσο, ο επιπολασμός της είναι πιθανώς υποτιμημένος, επειδή πολλοί ασθενείς δεν αναγνωρίζουν τη ρινίτιδα ως ασθένεια και ως εκ τούτου δεν αναζητούν ιατρική συμβουλή. Τα πιο σημαντικά αλλεργιογόνα που προκαλούν την AR είναι η γύρη. Η AR προκύπτει από φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου που προκαλείται από την IgE και χαρακτηρίζεται από κνησμό, φτέρνισμα, ρινόρροια και ρινική συμφόρηση.
Η AR είναι ένας πιθανός παράγοντας κινδύνου για το άσθμα, που είναι μια επίσης κοινή αλλεργική νόσος και χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή των αεραγωγών, η οποία επί του παρόντος επηρεάζει περίπου 300 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Το άσθμα εμφανίζεται με αναπνευστικά συμπτώματα, όπως συριγμός, σφίξιμο στο στήθος και βήχας, μαζί με δύσπνοια, η οποία ποικίλλει σε διάρκεια και ένταση.
Η κνίδωση είναι μια διαταραχή με διάφορες υποκείμενες αιτίες. Υπολογίζεται ότι περίπου το 25% των ανθρώπων εμφανίζουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο κνίδωσης στη ζωή τους, αλλά μόνο το 3% θα αναπτύξει χρόνια κνίδωση. Η νόσος χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κνίδωσης, που διαρκεί από 1 έως 24 ώρες, ή/και αγγειοοίδημα που μπορεί να διαρκέσει έως και 72 ώρες. Η ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων που βρίσκονται επιφανειακά στο δέρμα οδηγεί σε κνίδωση, ενώ τα μαστοκύτταρα στο χόριο εμπλέκονται στο αγγειοοίδημα.
Η ισταμίνη είναι ο κύριος μεσολαβητής στην κνίδωση και σε πολλές περιπτώσεις του αγγειοοιδήματος. Η πιο κοινή χρόνια φλεγμονώδης δερματική νόσος είναι η ατοπική δερματίτιδα (AD). Τα τελευταία 30 χρόνια, ο επιπολασμός της έχει αυξηθεί κατά 10-20% στα παιδιά και 1-3% στους ενήλικες. Είναι επίσης γνωστή ως ατοπικό έκζεμα, είναι πολύ κνησμώδης και χαρακτηρίζεται από ερύθημα και οίδημα, ενώ εμφανίζεται συνήθως κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία. Η AD μπορεί να έχει έναν μεικτό μηχανισμό, δηλαδή ή μέσω της IgE ή όχι μέσω αυτής. Η ατοπία εκδηλώνεται ως αλλεργική ρινίτιδα, βρογχικό άσθμα, ατοπική δερματίτιδα ή ακόμη και ως τροφικές αλλεργίες και ορίζεται ως η ανάπτυξη άμεσης αντίδρασης υπερευαισθησίας σε περιβαλλοντικά και τροφικά αντιγόνα λόγω γενετικής προδιάθεσης. Μια παραλλαγή της AD είναι η αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής (ACD), η οποία εκδηλώνεται λόγω καθυστερημένης αντίδρασης υπερευαισθησίας και μεσολαβείται από Τ-κύτταρα στο δέρμα. Σε αυτή την περίπτωση, τα αλλεργιογόνα, τα οποία ονομάζονται «απτένια», είναι χαμηλού μοριακού βάρους χημικές ενώσεις και συνδέονται με πρωτεΐνες του δέρματος, όπου γίνονται αντιγονικά.
Η χρήση προβιοτικών βελτιώνει την άμυνα του οργανισμού
Προβιοτικό |
Αλλεργική νόσος |
Lactobacillus rhamnosus GG |
Ατοπική δερματίτιδα, άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα |
Lactobacillus acidophilus LAVRI-A1 |
Ατοπική δερματίτιδα |
L. reuteri ATCC 55730 |
Έκζεμα |
L. rhamnosus GR-1 Bifidobacterium adolescentis 7007-05 |
Αλλεργική ρινίτιδα |
Lactobacillus plantarum |
Ατοπική δερματίτιδα / έκζεμα |
Τα προβιοτικά ορίζονται ως «ζωντανοί μικροοργανισμοί που, όταν χορηγούνται σε κατάλληλες δόσεις, προσφέρουν όφελος στην υγεία του ξενιστή». Τα προβιοτικά ασκούν πολλαπλές επιδράσεις στην υγεία, όπως ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες και ενεργοποιητές των αμυντικών οδών του ξενιστή, που μειώνουν τη νοσηρότητα. Η εντερική μικροχλωρίδα αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη επαρκούς ανοσολογικής απόκρισης, επειδή η επαφή μεταξύ των βακτηριακών αντιγόνων του εντέρου και του τμήματος του ανοσοποιητικού συστήματος που σχετίζεται με το έντερο αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό συστατικό του ανοσοποιητικού, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της ζωής.
Η χορήγηση ωφέλιμων μικροοργανισμών μπορεί να είναι το κλειδί για τη βελτίωση της υγείας και της ευαισθησίας σε ασθένειες, καθώς οι ανθρώπινοι οργανισμοί και η μικροχλωρίδα του εντέρου δημιουργούν μια συμβιωτική σχέση σημαντική για τη διατήρηση της ανθρώπινης υγείας. Είναι πιθανό ότι αυτοί οι μικροβιακοί οργανισμοί έχουν εξελιχθεί μαζί με το ανοσοποιητικό σύστημα, προάγοντας έτσι την ανοσολογική ανοχή. Αυτό περιλαμβάνει την επαγωγή ρυθμιστικών Τ κυττάρων (Treg) και τον έλεγχο της ισορροπίας Th2 και Th1, που μπορεί να αποτρέψουν την ανάπτυξη αλλεργικών και αυτοάνοσων νοσημάτων.
Η χρήση προβιοτικών βελτιώνει την άμυνα του οργανισμού πυροδοτώντας μια ανοσολογική απόκριση, σύμφωνα με την παθολογική κατάσταση, και προάγοντας μια ισορροπία μεταξύ των προ- και αντιφλεγμονωδών κυτοκινών που εκκρίνονται από ενεργοποιημένα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Τα προβιοτικά επομένως δρουν ως μη ειδικό ανοσοενισχυτικό στη φυσική ανοσοαπόκριση. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα προβιοτικά προάγουν την παραγωγή ορισμένων κυτοκινών, συμπεριλαμβανομένης της IL-10, του αυξητικού παράγοντα μετασχηματισμού (TGF)-β, της IL-12 και της INF-γ, που ρυθμίζουν την ανοσολογική απόκριση και μειώνουν την αλλεργική φλεγμονή.
Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η μικροχλωρίδα του εντέρου και η πρόσληψη προβιοτικών μπορούν να υποστηρίξουν την ωρίμανση του ανοσοποιητικού συστήματος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής λόγω διαφορετικών φυσιολογικών και μεταβολικών αντιδράσεων στον ξενιστή. Τα πιο πολλά υποσχόμενα προβιοτικά όσον αφορά την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος είναι αυτά που ανήκουν στα γένη Lactobacillus και Bifidobacterium. Οι επιδράσεις των προβιοτικών εξαρτώνται από τη δόση και το στέλεχος και μπορεί να επηρεάζονται από λειτουργίες που σχετίζονται με την ηλικία, όπως η ωριμότητα του εντερικού φραγμού του ξενιστή. Οι ανοσολογικές επιδράσεις των προβιοτικών, οι οποίες μεσολαβούνται κυρίως μέσω της φυσικής ανοσίας, περιλαμβάνουν την προαγωγή της ακεραιότητας του επιθηλίου, της εντερικής διαπερατότητας και της παραγωγής βλέννας μέσω της παραγωγής αντιφλεγμονωδών παραγόντων.
Οι Lactobacillus μειώνουν τις προφλεγμονώδεις αποκρίσεις ρυθμίζοντας τη σηματοδότηση του παράγοντα NF-κB. Τα προβιοτικά προάγουν επίσης την ωρίμανση των δενδριτικών κυττάρων (DCs) σε αντιφλεγμονώδεις κυτοκίνες, όπως η IL-10. Επιπλέον, τα DC που προέρχονται από ανθρώπινα μονοκύτταρα μπορούν να απελευθερώσουν IL-10, όταν υποβληθούν σε θεραπεία με προβιοτικά, πυροδοτώντας έτσι τη διαφοροποίηση και την επιβίωση των Tregs. Το Bifidobacterium animalis και το Bifidobacterium longum προκαλούν την απελευθέρωση ιντερφερόνης γάμμα (IFN-γ) και παράγοντα νέκρωσης όγκου άλφα (TNF-α) από DCs, ενώ μόνο το Bifidobacterium bifidum μπορεί να ενεργοποιήσει τα κύτταρα Th17 μέσω της απελευθέρωσης της IL-17. Διαφορετικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα προβιοτικά μπορούν να ρυθμίσουν την ισορροπία Th1/Th2 και, κατά συνέπεια, να αποτρέψουν φλεγμονώδεις ασθένειες, όπως οι αλλεργίες.
Τα προβιοτικά μπορούν να ληφθούν ως φαρμακευτικά παρασκευάσματα ή ως λειτουργικά τρόφιμα, κυρίως ως τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση, τα οποία έχουν ευρύτερη αποδοχή στους καταναλωτές απΆ ό,τι οι φαρμακευτικές επισημάνσεις. Είναι αλήθεια ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται ολοένα και περισσότερο στις πιθανές εφαρμογές προϊόντων που προέρχονται από τρόφιμα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία για την πρόληψη ή την καθυστέρηση της εμφάνισης ενός προβλήματος υγείας.
Αυτό οδηγεί στη δημιουργία θρεπτικών προϊόντων (neutraceutical), τα οποία ορίζονται ως «φυτικό σύμπλεγμα» εάν προέρχεται από τρόφιμο φυτικής προέλευσης και ως «δεξαμενή δευτερογενών μεταβολιτών» εάν προέρχεται από τρόφιμο ζωικής προέλευσης, συμπυκνωμένο και χορηγούμενο στην καταλληλότερη φαρμακευτική μορφή. Εναλλακτικά, διερευνώνται τροποποιήσεις των προβιοτικών μέσω της νανοτεχνολογίας, σε «νανοπροβιοτικά», με στόχο την πιο αποδοτική απελευθέρωση εγκλεισμένων βακτηρίων και την ενίσχυση της απορρόφησής τους στο γαστρεντερικό σωλήνα, που μπορεί να έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη θεραπεία των αλλεργιών. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η λήψη των προβιοτικών για την υποστήριξη ή βελτίωση της φυσιολογίας των συστημάτων, δεν υποκαθιστά την οποία θεραπεία από τον κλινικό επιστήμονα.
Πηγή: Φαρμακευτικός Κόσμος #198