Έως και τρία εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως παθαίνουν κάθε χρόνο εγκεφαλικά επεισόδια που σχετίζονται με την κολπική μαρμαρυγή, τα οποία είναι συνήθως σοβαρά και προκαλούν αναπηρία, με το μισό του πληθυσμού αυτού να πεθαίνει μέσα σε ένα χρόνο. Ο ιατρικός κόσμος φαίνεται να εμπιστεύεται το Pradaxa ως ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό φάρμακο για την αποτροπή τέτοιων περιστατικών.
Το Pradaxa χρησιμοποιείται για την πρωτογενή πρόληψη σχηματισμού θρόμβων αίματος στις φλέβες ενήλικων ασθενών οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε εκλεκτική χειρουργική επέμβαση ολικής αντικατάστασης ισχίου ή γόνατος. Περιέχει ετεξιλική δαβιγατράνη, η οποία είναι «προφάρμακο» της δαβιγατράνης, δηλαδή μετατρέπεται σε δαβιγατράνη μέσα στον οργανισμό. Η δαβιγατράνη ανήκει στην κατηγορία των αντιπηκτικών και δρα αναστέλλοντας τη θρομβίνη, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό για την πήξη του αίματος, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο σχηματισμού θρόμβων αίματος στις φλέβες.
Τον Απρίλιο του 2011, το Pradaxa έλαβε θετική γνωμοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) για χρήση στην πρόληψη εγκεφαλικού επεισοδίου και συστημικής εμβολής σε ενήλικες ασθενείς με μη βαλβιδική κολπική μαρμαρυγή με ένα ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου (προηγούμενο εγκεφαλικό επεισόδιο, παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο ή συστημική εμβολή, κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας <40%, συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια ≥κλάση 2, ηλικία ≥75 έτη, ηλικία ≥65 έτη σε συσχετισμό με σακχαρώδη διαβήτη, στεφανιαία νόσο ή υπέρταση).
Πρόκειται για ένα αντιπηκτικό φάρμακο το οποίο είναι αποτελεσματικό χωρίς ταυτόχρονα να προκαλεί και να ενισχύει πιθανές αιμορραγίες παρεμβαίνοντας στη φυσική αιμόσταση. Το βασικό του πλεονέκτημα έναντι άλλων αντιπηκτικών θεραπειών είναι το ότι ο ασθενής, ο οποίος είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας, δεν κουράζεται από τακτικές και απαιτητικές εξετάσεις αίματος και εξετάσεις του INR-χρόνου προθρομβίνης, οι οποίες είναι άκρως απαιτούμενες όταν ακολουθεί οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, κι έτσι δεν καταλήγει να σταματήσει μόνος του τη θεραπεία. Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι το Pradaxa δρα μέσα σε μόλις δύο ώρες, σε αντίθεση με τη βαρφαρίνη, για παράδειγμα, η οποία δρα μέσα σε τέσσερεις ημέρες, ενώ παρουσιάζει πολύ λίγες αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και δεν απαιτεί τη συνεχή παρακολούθηση του ασθενή.
Οι λόγοι που το Pradaxa θεωρείται από πολλούς το μεγαλύτερο φαρμακολογικό επίτευγμα στο πεδίο μείωσης του κινδύνου εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου των τελευταίων 50 ετών, είναι προφανείς από μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
- Μελέτη RE-LY
- Μελέτες RE-model (αντικατάσταση γόνατος) / RE-NOVATE (αντικατάσταση ισχίου)
H συμβουλή στον ασθενή
Η χρήση του Pradaxa αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, ενεργή σημαντική αιμορραγία, βλάβη των ιστών που θα μπορούσε να προκαλέσει αιμορραγία, προβλήματα κατά τη διαδικασία πήξης του αίματος (εκ γενετής, αγνώστου αιτιολογίας ή οφειλόμενα σε άλλα φάρμακα) ή ηπατική δυσλειτουργία απειλητική για τη ζωή.
Δεν πρέπει επίσης να χορηγείται σε ασθενείς που λαμβάνουν συστηματικώς χορηγούμενη κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, κυκλοσπορίνη και tacrolimus. Συνιστάται μειωμένη δόση σε ασθενείς που λαμβάνουν αμιοδαρόνη, κινιδίνη ή βεραπαμίλη και σε ασθενείς με μέτρια νεφρική δυσλειτουργία.
Είναι σημαντικό οι ασθενείς να συμβουλεύονται να μην ανοίγουν το καψάκιο, καθώς αυτό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για αιμορραγία, όπως και να μη σταματούν να παίρνουν το Pradaxa προτού συμβουλευθούν τον γιατρό τους, διότι ο κίνδυνος δημιουργίας θρόμβου αίματος σε φλέβα μπορεί να είναι υψηλότερος σε πρόωρο τερματισμό της αγωγής.
Ο φαρμακοποιός οφείλει να εξακριβώσει αν ο ασθενής έχει ενημερώσει το γιατρό του για τυχόν λήψη φαρμάκων που αραιώνουν το αίμα (π.χ. βαρφαρίνη, ηπαρίνη), μη-στεροειδών αντιφλεγμονωδών, βαλσαμόχορτου (St. Jonh?s wort), ριφαμπικίνης ή κλαριθρομυκίνης, αντιρετροϊκών (π.χ. ριτοναβίρη) και αντιεπιληπτικών (π.χ. καρβαμαζεπίνη).
Τέλος, ο ασθενής θα πρέπει να είναι ενήμερος πως οι περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες του Pradaxa σχετίζονται με σημεία όπως μώλωπες ή αιμορραγία. Συχνά μπορεί να παρουσιαστούν πτώση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων και της ποσότητα της αιμοσφαρίνης, ρινορραγία, αιμορραγία ή πόνος στο στομάχι ή το έντερο, συχνές, μαλακές ή υδαρείς κενώσεις, δυσπεψία και ναυτία.