Από τα πλέον συχνά προβλήµατα που φέρνουν τις γυναίκες, ανεξάρτητα από την ηλικία που έχουν, στο γυναικολογικό ιατρείο είναι οι ουρολοιµώξεις, οι κολπίτιδες και οι µυκητιάσεις. Οι τρεις αυτές παθήσεις έχουν αρκετές φορές υποτροπιάζουσα µορφή, µε αποτέλεσµα να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των γυναικών.
ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
Ο υποτροπιάζων χαρακτήρας της ουρολοίµωξης στις µέρες µας είναι πηγή ανησυχίας όχι µόνο για τις γυναίκες, αλλά και για τους γυναικολόγους. Επαναλαµβανόµενη θεωρείται η ουρολοίµωξη, όταν η γυναίκα αναφέρει τρία ή περισσότερα επεισόδια σε 12 µήνες.
Οι πιο συχνοί µικροοργανισµοί που προκαλούν ουρολοίµωξη είναι ο E.coli, ο σταφυλόκοκκος και ο πρωτέας.
Προδιαθεσικοί
παράγοντες θεωρούνται: η σεξουαλική επαφή, η ατροφία του κόλπου (κυρίως στην
εµµηνόπαυση), η ατελής κένωση της κύστης, το ιστορικό υποτροπιάζουσας
ουρολοίµωξης, η χρήση διαφράγµατος και σπερµατοκτόνων αλοιφών για αντισύλληψη,
οι επεµβάσεις στην κύστη ή τους νεφρούς, οι ανατοµικές ανωµαλίες του
ουροποιογεννητικού συστήµατος και η µειωµένη απόκριση του ανοσοποιητικού.
Χαρακτηριστικά συµπτώµατα που βιώνει η γυναίκα είναι: συχνουρία, δυσουρία (πόνος στην ούρηση), πόνος χαµηλά στην πλάτη ή πάνω από την ηβική σύµφυση, ακράτεια, συχνή νυκτερινή ενούρηση, αιµατουρία, δύσοσµα και θολά ούρα και πυρετός.
Για την ορθή αντιµετώπιση της ουρολοίµωξης, η γυναίκα πρέπει να απευθύνεται πάντα σε γυναικολόγο. Εκείνος θα συστήσει καλλιέργεια ούρων και βάσει του αντιβιογράµµατος θα καθορίσει την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή. Τις περισσότερες φορές µια θεραπεία 7 ηµερών αρκεί για την υποχώρηση των συµπτωµάτων και τη εξάλειψη του προβλήµατος. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις χορηγείται επαναλαµβανοµένη προφυλακτική αντιβίωση για µερικές εβδοµάδες ή και µήνες.
Για την πρόληψη συστήνονται: περιοδική λήψη αντιβίωσης, αντιβίωση µετά τη σεξουαλική επαφή, αποφυγή χρήσης διαφράγµατος, χρήση λιπαντικού στη σεξουαλική επαφή, ούρηση µετά το σεξ, ούρηση πριν από τον ύπνο, σκούπισµα µετά την ούρηση προς τον πρωκτό, συχνή ούρηση ώστε να µη µένει γεµάτη η κύστη και κατανάλωση χυµού φραγκοστάφυλου.
ΚΟΛΠΙΤΙΔΑ
Η κολπίτιδα έχει επαναλαµβανόµενο χαρακτήρα και διακρίνεται σε βακτηριδιακή, τριχοµοναδική και µυκητιασική.
Όταν η φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου, που κυριαρχείται από τους προστατευτικούς γαλακτοβάκιλλους, διαταραχθεί από παθογόνους οργανισµούς, όπως µύκητες, βακτηρίδια (Gardnerella Vaginalis), τριχοµονάδες (Trichomonas vaginalis), µυκόπλασµα (ουρεόπλασµα hominis), χλαµύδια, ιούς (HP, έρπης γεννητικών οργάνων) ή σε περίπτωση ατροφικής κολπίτιδας (εφηβεία - εµµηνόπαυση), τότε εκδηλώνεται κολπίτιδα.
Τα συµπτώµατά της περιλαµβάνουν ερεθισµό και κνησµό στον κόλπο και στο αιδοίο, ερυθρότητα στα τοιχώµατα του κόλπου και λευκή παχύρευστη κολπική έκκριση µε περίεργη οσµή, ενώ µπορεί να υπάρχει και λίγο αίµα.
Η γυναίκα πρέπει να αποταθεί στο γυναικολόγο, ο οποίος µε τη λήψη κολπικού και τραχηλικού υγρού και βάσει του αποτελέσµατος της ανάλυσης, θα καθορίσει την κατάλληλη θεραπεία µε συνδυασµό αντιβιοτικών από του στόµατος, κολπικών υποθέτων και αλοιφών.
Για την πρόληψη της υποτροπής συνιστάται ο καθαρισµός και το πλύσιµο της γεννητικής περιοχής µε τα κατάλληλα προϊόντα και µε φορά από τον κόλπο προς τον πρωκτό, ενώ τις ηµέρες της εµµηνορρυσίας πρέπει ο καθαρισµός να είναι σχολαστικότερος και να γίνεται συχνή αλλαγή σερβιέτας ή ταµπόν. Ακόµα, να προτιµώνται τα βαµβακερά εσώρουχα, ενώ απαγορεύεται η άσκοπη χρήση κολπικών αντισηπτικών, η χρήση κοινών εσωρούχων και πετσετών µπάνιου. Συνιστάται επίσης η χρήση προφυλακτικού και η αποφυγή παραµονής µε βρεγµένο µαγιό για πολλή ώρα.
Προσοχή! Αν µετά τη λήψη φαρµακευτικής αγωγής εµφανιστούν κολπικές ενοχλήσεις, η γυναίκα πρέπει να απευθυνθεί άµεσα στο γυναικολόγο της.
ΜΥΚΗΤΙΑΣΗ
Η µυκητίαση επίσης έχει επαναλαµβανόµενο χαρακτήρα, καθώς οι µύκητες είναι µικροοργανισµοί που βρίσκονται σε πολλά σηµεία του σώµατος (κόλπος, στόµα, έντερο, νύχια) χωρίς να προκαλούν βλάβες. Όταν όµως διαταραχθεί η άµυνα του σώµατος ή δηµιουργηθούν προϋποθέσεις γρήγορης ανάπτυξής τους, προκαλείται µυκητίαση.
Προδιαθεσικοί παράγοντες θεωρούνται ο διαβήτης και το αυξηµένο σάκχαρο, η ανοσοανεπάρκεια, τα αντιβιοτικά (γιατί εξουδετερώνουν τους µη παθογόνους µικροοργανισµούς που µάχονται τους µύκητες), η κύηση και η εµµηνόπαυση, τα αντισυλληπτικά χάπια και η παρατεταµένη υγρασία στην περιγεννητική περιοχή.
Στα συµπτώµατα των µυκητιάσεων περιλαµβάνονται ο κνησµός, η ερυθρότητα και τα λευκά κολπικά υγρά. Η γυναίκα µε αυτά τα συµπτώµατα πρέπει να απευθύνεται σε ειδικό γυναικολόγο, ώστε να γίνει λήψη δείγµατος κολπικού υγρού προς ανάλυση. Το µυκητόγραµµα βοηθά στον καθορισµό της κατάλληλης θεραπείας.
Επίσης, πρέπει να γίνεται ρύθµιση του σακχάρου, ενώ συστήνονται προβιοτικά µε την αντιβίωση. Σηµαντική είναι και η θεραπεία του συντρόφου, διότι λειτουργεί ως ξενιστής και µπορεί να µολύνει πάλι τη γυναίκα, χωρίς ο ίδιος να νοσεί. Η ερωτική επαφή πρέπει να αποφεύγεται για µικρό χρονικό διάστηµα, ενώ η θεραπεία πρέπει να είναι µακρόχρονη και επαναλαµβανόµενη.
Τέλος, οι εµµηνοπαυσιακές γυναίκες πρέπει να αντιµετωπίζουν την κολπική ξηρότητα και γενικότερα όλες οι γυναίκες να µη µένουν µε βρεγµένο µαγιό για πολλή ώρα.
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Χάρης Χ.
Χηνιάδης, µαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος, µε εξειδίκευση στην
Εξωσωµατική Γονιµοποίηση και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική, και συνεργάτης στη
Μονάδα Εξωσωµατικής Γονιµοποίησης του Μαιευτηρίου ΜΗΤΕΡΑ.