Ο σύγχρονος τρόπος ζωής και διατροφής έχει ενισχύσει την αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής παγκοσμίως, ενώ ο κλάδος αναζητά συνεχώς καινοτόμα συστατικά αλλά και νέες τεχνολογίες για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες που είναι η πρόληψη των χρόνιων παθήσεων και η βελτίωση της ποιότητας ζωής. Ο Παναγιώτης Ζουμπουλάκης, Πρόεδρος Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, μιλάει στον Φαρμακευτικό Κόσμο για αυτήν την πολλά υποσχόμενη αγορά και επισημαίνει τους τομείς που τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.
Η παγκόσμια κατανάλωση συμπληρωμάτων διατροφής (ΣΔ) έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την πανδημία. Υπάρχουν πραγματικά νέες ανάγκες συμπλήρωσης της διατροφής ή είναι μόνο απόρροια του αποτελεσματικού marketing;
Η παγκόσμια κατανάλωση συμπληρωμάτων διατροφής έχει πράγματι αυξηθεί, εν μέρει λόγω των νέων διατροφικών αναγκών που έχουν προκύψει από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η πολύωρη καθιστική εργασία σε περιβάλλον γραφείου, η περιορισμένη έκθεση στον ήλιο και η κακή διατροφή με την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφών έχουν οδηγήσει σε ελλείψεις θρεπτικών στοιχείων. Η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά, καθώς πολλοί στράφηκαν στα συμπληρώματα για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού τους συστήματος, λόγω της απουσίας θεραπευτικών λύσεων. Αυτή η στροφή ενίσχυσε το ενδιαφέρον του κοινού για την κατανόηση της λειτουργίας των συμπληρωμάτων διατροφής, της διαφοράς τους από τα φάρμακα και του τρόπου με τον οποίο μπορούν να υποστηρίξουν την υγεία και την ευεξία.
Παράλληλα, ανέδειξε την ανάγκη για πιο τεκμηριωμένη ενημέρωση σχετικά με τα οφέλη, τις κατάλληλες δόσεις και τους πιθανούς κινδύνους, βοηθώντας τους καταναλωτές να κάνουν πιο συνειδητές επιλογές και να μην αντιμετωπίζουν τα συμπληρώματα ως υποκατάστατα της ιατρικής θεραπείας. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη σύγχυση στην επιλογή κατάλληλου σκευάσματος, κυρίως λόγω της υπερπληθώρας παρεμφερών προϊόντων. Ευτυχώς, σε πολλές περιπτώσεις ο φαρμακοποιός παίζει καθοριστικό ρόλο, προσφέροντας κατευθύνσεις και συμβουλές. Συνολικά, οι νέες ανάγκες για συμπλήρωση της διατροφής είναι πραγματικές, αλλά η επιτυχημένη προώθηση των προϊόντων συνέβαλε επίσης στην αύξηση της κατανάλωσης.
Σε ποιες θεραπευτικές κατηγορίες στρέφεται η τρέχουσα έρευνα των ΣΔ και γιατί;
Τα πεδία έρευνας για νέα συμπληρώματα διατροφής αντικατοπτρίζει τις σύγχρονες ανάγκες για την πρόληψη των χρόνιων παθήσεων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Για παράδειγμα, με μια γρήγορη ανασκόπηση της διεθνούς βάσης κλινικών μελετών clinicaltrials.gov μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι οι κύριες κατηγορίες περιλαμβάνουν την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος (ιδιαίτερα μετά την πανδημία), τη διαχείριση φλεγμονωδών καταστάσεων, την καρδιαγγειακή προστασία, τη διαχείριση του σακχαρώδους διαβήτη και του μεταβολικού συνδρόμου, καθώς και τη γνωστική λειτουργία, με έμφαση στη μνήμη.
Υπάρχουν καινοτόμα συστατικά που μελετώνται αυτήν την περίοδο;
Στην έρευνα για τα συμπληρώματα διατροφής έχουν αναδειχθεί τόσο καινοτόμα συστατικά όσο και τεχνολογίες. Η λιποσωμιακή τεχνολογία χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για την αύξηση της σταθερότητας, της απορρόφησης και της βιοδιαθεσιμότητας των βιοδραστικών συστατικών. Επίσης, νέες φαρμακοτεχνικές μορφές, όπως οι διαλυόμενες στοματικές ταινίες, επιτρέπουν γρηγορότερη και ευκολότερη χορήγηση. Οι μελέτες που αφορούν καινοτόμα συστατικά εστιάζουν κυρίως στα φυτοχημικά και στους συνδυασμούς τους για την ενίσχυση της συνεργικής τους δράσης. Οι μελέτες σε αυτά είναι διαρκώς αυξανόμενες, η ενσωμάτωσή τους όμως ως συστατικά συμπληρωμάτων διατροφής παραμένει υπό έρευνα λόγω ρυθμιστικών περιορισμών.
Παρατηρείται άνθιση στην παραγωγή ΣΔ από ελληνικές εταιρείες. Έχουν πλεονεκτήματα τα ελληνικά προϊόντα έναντι των εισαγόμενων;
Τα ελληνικά προϊόντα συμπληρωμάτων διατροφής είναι εφάμιλλα των εισαγόμενων όσον αφορά τα κριτήρια ποιότητας. Θεωρητικά, οι ελληνικές εταιρείες μπορούν να προσαρμόσουν τα προϊόντα τους στις τοπικές ανάγκες και προτιμήσεις, προσφέροντας προϊόντα υψηλής ποιότητας με τις σχετικές πιστοποιήσεις.
Έχει βοηθήσει η βιοποικιλότητα της Ελλάδας στην έρευνα και ανάπτυξη ΣΔ στη χώρα μας;
Η Ελλάδα, με την πλούσια βιοποικιλότητά της, παρέχει μοναδικά φυτοχημικά συστατικά από αρωματικά φυτά και βότανα, δίνοντας σημαντικό πλεονέκτημα στην έρευνα που πραγματοποιείται στα αντίστοιχα πεδία. Ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα δεν έχει αξιοποιηθεί πλήρως σε βιομηχανικό επίπεδο. Παρά τις ερευνητικές επιτυχίες, λίγα προϊόντα συμπληρωμάτων διατροφής που βρίσκονται στο ράφι του φαρμακείου βασίζονται στην ελληνική χλωρίδα. Οι βασικοί λόγοι περιλαμβάνουν την περιορισμένη διαθεσιμότητα φυτικών πρώτων υλών και εκχυλισμάτων, γεγονός που δυσχεραίνει την εμπορική εκμετάλλευση.
Μια τάση των καταναλωτών των τελευταίων χρόνων είναι η προτίμηση προϊόντων που είναι πιο «πράσινα». Τα ΣΔ ανταποκρίνονται σε αυτήν την τάση επαρκώς;
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια και ιδίως στο εξωτερικό έχει υπάρξει μια έντονη στροφή των καταναλωτών προς πιο «πράσινα» προϊόντα. Οι εταιρείες των συμπληρωμάτων διατροφής, προσπαθώντας να ανταποκριθούν σε αυτήν την τάση, επικεντρώνονται στη χρήση φυσικών και βιολογικών πρώτων υλών, μειώνοντας όπου είναι δυνατόν τα χημικά πρόσθετα και χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες. Επιπλέον, υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για βιώσιμες πρώτες ύλες και πρακτικές παραγωγής. Παρότι ωστόσο γίνονται βήματα προόδου, υπάρχει περιθώριο για μια πλήρη ευθυγράμμιση με τις αρχές της βιωσιμότητας σε ολόκληρο τον κλάδο.
Διεθνώς ασκούνται πιέσεις από τους καταναλωτές για τον εμπλουτισμό βασικών τροφίμων, π.χ. ψωμί, γάλα, δημητριακά, με απαραίτητες βιταμίνες και μέταλλα. Αυτή η πρακτική έχει τη δυναμική να φέρει αποτέλεσμα για την υγεία; Και τι σημαίνει αυτό για την αγορά των ΣΔ;
Ο εμπλουτισμός βασικών προϊόντων τροφίμων κυρίως με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία αποτελεί εδώ και χρόνια μια σημαντική κατεύθυνση για τη βιομηχανία τροφίμων. Αποτελεί έναν τρόπο βελτίωσης της θρεπτικής τους αξίας και μπορεί να μειώσει τις ελλείψεις σε βασικά μικροθρεπτικά συστατικά, ιδιαίτερα σε ευάλωτους πληθυσμούς. Τα εμπλουτισμένα τρόφιμα θα μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν την αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής, ωστόσο δεν μπορούν να τα υποκαταστήσουν, καθώς στα τρόφιμα είναι δύσκολο να ελεγχθεί η ακριβής ποσότητα θρεπτικών συστατικών που καταναλώνεται (που εξαρτάται και από τις διατροφικές συνήθειες κάθε ατόμου) σε αντίθεση με τα συμπληρώματα που παρέχουν συγκεκριμένες δόσεις βιοδραστικών συστατικών. Επιπρόσθετα, ο εμπλουτισμός των τροφίμων δεν είναι τεχνολογικά μια απλή διαδικασία και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ιδιαίτερα όταν το ζητούμενο είναι να λάβει το τελικό προϊόν διατροφικό ισχυρισμό και ισχυρισμό υγείας. Έτσι τα συμπληρώματα θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κάλυψη εξειδικευμένων αναγκών.
Πηγή: Φαρμακευτικός Κόσμος #200