Για το φαρμακευτικό τομέα, το 2018 χαρακτηρίστηκε από έναν καταιγισμό συμφωνιών από μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες που αποχωρίζονταν τα καταναλωτικά τους προϊόντα και εστίαζαν σε καινοτόμα φάρμακα υψηλότερου κέρδους. Σύμφωνα με το fiercepharma.com, αυτή η τάση είναι σίγουρο ότι θα συνεχιστεί και το 2019.
Η Novartis, η Merck, η Bristol-Myers Squibb, η Bayer και η Pfizer πούλησαν μέσα στη χρονιά το σύνολο ή μέρη των καταναλωτικών τμημάτων τους, ενώ περιμένουμε να δούμε περισσότερες αντίστοιχες κινήσεις από την Bayer και την GlaxoSmithKline (GSK) μέσα στο επόμενο έτος.
Όλα άρχισαν το Μάρτιο του 2018, όταν η Novartis έδωσε στην GSK το μερίδιο που είχε από τη μεταξύ τους κοινοπραξία, για 13 δισ. δολάρια.
Η εταιρεία έτσι εξασφάλισε κεφάλαια για εξαγορές στο πεδίο των καινοτόμων φαρμάκων, όπως ήταν η εξαγορά της AveXis για 8,7 δισ. δολάρια, προκειμένου να εισχωρήσει στις γονιδιακές θεραπείες, αλλά και η εξαγορά της Endocyte για 2,1 δισ. δολάρια, σημαντικό παίκτη της αγοράς των ραδιοφαρμάκων. Έτσι υλοποιήθηκαν τα σχέδια του νέου CEO της Novartis, Vas Narasimhan, ο οποίος –όταν ανέλαβε τη θέση– είχε ανακοινώσει ότι θα επικεντρωθεί στα φάρμακα. Προφανώς αυτό σήμαινε ότι το καταναλωτικό τμήμα έπρεπε να φύγει…
Η κορύφωση της διαχωριστικής αυτής τάσης φαρμάκων-καταναλωτικών ήρθε πάλι με την GSK, η οποία συμφώνησε τη δημιουργία μιας εταιρείας καταναλωτικών προϊόντων με την Pfizer, λίγες ημέρες πριν αλλάξει ο χρόνος.
Θυμίζουμε ότι η Emma Walmsley της GSK είχε αρνηθεί αντίστοιχη συμφωνία με τη Pfizer, νωρίτερα μέσα στη χρονιά, επικαλούμενη τον κίνδυνο να «υποβαθμίσει τις προτεραιότητές μας για την κατανομή κεφαλαίου», όπως δήλωσε η ίδια τότε. Τώρα όμως, με μερίδιο 7,3% στην αγορά, αρκετά μεγαλύτερο από τους ανταγωνιστές της Johnson & Johnson, Sanofi και Bayer, και πωλήσεις 12,7 δισ. δολαρίων από τα καταναλωτικά, η GSK ετοιμάζεται να χωριστεί στα δύο (μία εταιρεία για τα φάρμακα και τα εμβόλια και μία για τα καταναλωτικά). Αυτή η κίνηση θα της προσφέρει τους πόρους προκειμένου να επενδύσει περαιτέρω στην έρευνα και ανάπτυξη φαρμακευτικών προϊόντων, που είναι και η προτεραιότητα της Walmsley.
Εν τω μεταξύ έχει ήδη συμφωνήσει να πουλήσει την ινδική καταναλωτική δραστηριότητά της στην Unilever για 3,9 δισ. δολάρια, καλύπτοντας έτσι ένα μέρος από τα 5,1 δισ. δολάρια που έδωσε για την εξαγορά της βιοφαρμακευτικής Tesaro που επικεντρώνεται σε ογκολογικά φάρμακα.
Αντίστοιχα κινήθηκε και η Bristol-Myers Squibb (BMS), η οποία ανακοίνωσε ότι η μεγάλη ιαπωνική φαρμακευτική Taisho Pharmaceutical δέχτηκε να αγοράσει την Upsa (την OTC γαλλική εταιρεία της BMS). Αυτή η συμφωνία, ύψους 1,6 δισ. δολαρίων, θα προσφέρει στην BMS τη δυνατότητα «να βελτιώσει περαιτέρω το χαρτοφυλάκιό της για να εστιάσει σε φάρμακα σοβαρών ασθενειών», όπως είναι ο καρκίνος.
Ίσως μια λιγότερο αναμενόμενη ανακοίνωση πρόθεσης πώλησης ήρθε από τη Bayer το 2018. Στο πλαίσιο μιας μεγάλης αναδιάρθρωσης, η εταιρεία απαλλάσσεται από τα αντηλιακά Coppertone και τα προϊόντα φροντίδας ποδιών Dr. Scholl's, τα οποία είχε αποκτήσει πριν από 4 χρόνια από τη Merck & Co. Νωρίτερα, η Bayer είχε ήδη πουλήσει στη Leo Pharma τα δερματολογικά της προϊόντα, τα οποία αν και συνταγογραφούμενα, διακινούνταν από το καταναλωτικό της τμήμα.
Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η Merck, η οποία με μια συμφωνία ύψους 3,4 δισ. ευρώ με την Proctor & Gamble, απαλλάχθηκε από τα καταναλωτικά της προϊόντα και δήλωσε πως θέτει στόχο να μετατραπεί σε μια «κορυφαία εταιρεία επιστήμης και τεχνολογίας».
Γιατί αυτή η μαζική αποχώρηση από τα καταναλωτικά;
Σύμφωνα με το fiercepharma.com, ενδεχομένως οι φαρμακευτικές να προβλέπουν ότι η αγορά των OTC απειλείται από την Amazon, η οποία έχει συνάψει συμφωνία με την J.P. Morgan και την Berkshire Hathaway για να ρίξει τις τιμές, έχει τη δική της σειρά OTC προϊόντων, ενώ διανέμει φάρμακα χάρη στην εξαγορά του ηλεκτρονικού φαρμακείου PillPack.
Ποιοι επικεντρώνονται στον τομέα consumer health care
Mέσα στον καταιγισμό των προαναφερόμενων συμφωνιών, δύο μεγάλες εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων επενδύουν σε αυτά και διακρίνονται: η Sanofi, η οποία έκανε μια συμφωνία με την Boehringer Ingelheim, αγοράζοντας τα μη συνταγογραφούμενα προϊόντα της, αλλά και η Johnson & Johnson (J&J), η οποία συμφώνησε να πληρώσει 230 δισεκατομμύρια γιεν, προκειμένου να αποκτήσει το υπόλοιπο μερίδιο της ιαπωνικής εταιρείας ειδών καλλυντικών και δερματικής φροντίδας Ci:z., αποκτώντας έτσι δημοφιλή καλλυντικά αλλά και πρόσβαση στις ασιατικές αγορές.