Ίσως ήρθε ο καιρός οι θεραπείες υποκατάστασης της κορτιζόλης να χορηγούνται με τέτοιο τρόπο που να μιμούνται το ρυθμό έκκρισης της ορμόνης σε υγιή άτομα. Αυτός ο ρυθμός συνιστά ένα σημαντικό βιολογικό μήνυμα για τον ανθρώπινο εγκέφαλο και επηρεάζει τις νευρωνικές λειτουργίες που εμπλέκονται στη ρύθμιση του συναισθήματος, της μνήμης εργασίας και της ποιότητας του ύπνου.
Αυτό είναι το εντυπωσιακό εύρημα μιας νέας έρευνας που έγινε υπό την καθοδήγηση των επιστημόνων των Πανεπιστημίων του Μπρίστολ και της Οξφόρδης, συμπεριλαμβανομένου του καθηγητή Στάνφορντ Λάιτμαν, με κύριο ερευνητή τον Έλληνα νευροεπιστήμονα Δρ Κωνσταντίνο Γ. Καλαφατάκη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό έντυπο Proceedings of the National Academy of Sciences.
Τα ευρήματα αυτά υπόσχονται καλύτερη ποιότητα ζωής σε ασθενείς που χρήζουν θεραπείας υποκατάστασης με υδροκορτιζόνη (κορτιζόλη) και ανοίγουν νέους ορίζοντες στην κατανόηση του τρόπου εμπλοκής της κορτιζόλης σε μία σειρά νευροψυχιατρικών νοσημάτων, στη βελτίωση της θεραπευτικής νοσημάτων που βασίζονται σε κορτιζονούχα σκευάσματα, ιδιαίτερα της ποιότητας ζωής ασθενών με νόσο Addison, ενώ ενθαρρύνουν την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου της χρονοβιολογίας και χρονοθεραπευτικής. Σημειώνεται ότι τα σημερινά θεραπευτικά σχήματα υποκατάστασης της κορτιζόλης, που βασίζονται στην από του στόματος χορήγηση κορτικοστεροειδών, συνδέονται με κακή ποιότητα ζωής λόγω διαταραχών στις γνωσιακές λειτουργίες του εγκεφάλου, τη διάθεση, τον ύπνο και την ανοσοαπόκριση.
Σε άτομα με φυσιολογικά επίπεδα της ορμόνης, η κορτιζόλη εκκρίνεται σε παλμούς πολλές φορές το 24ωρο (ουλτράδιος ρυθμός). Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν 15 άνδρες εθελοντές μεταξύ 20 και 33 ετών. Οι συμμετέχοντες, στους οποίους είχε φαρμακολογικά ανασταλεί η ενδογενής έκκριση κορτιζόλης, έλαβαν θεραπεία υποκατάστασης είτε μέσω μίας αντλίας παλμικής υποδόριας έγχυσης της ορμόνης (που αναπαρήγαγε τις κανονικές συχνότητες των υγιών ανθρώπων), είτε έλαβαν την ίδια ημερήσια ποσότητα κορτιζόλης με τρόπο που δεν αναπαρήγαγε τη συχνότητα των φυσιολογικών παλμών (είτε μέσω χαπιών είτε μέσω συνεχούς υποδόριας έγχυσης).
Στη συνέχεια η μελέτη αξιολόγησε την επίδραση που είχαν οι 3 αυτοί τρόποι ορμονικής υποκατάστασης στη μνήμη των συμμετεχόντων, την ποιότητα του ύπνου, τη συναισθηματική ανταπόκριση και την εγκεφαλική δραστηριότητα. Η απουσία του φυσιολογικού ουλτράδιου ρυθμού συνδέθηκε με εξασθένηση της μνήμης εργασίας, χειρότερη ποιότητα ύπνου και διάθεση. Από την άλλη, η παρουσία του φυσιολογικού ουλτράδιου ρυθμού συσχετίστηκε με καλύτερη ανταπόκριση του εγκεφάλου σε συναισθηματικά ερεθίσματα και με την κινητοποίηση ενδογενών αντικαταθλιπτικών μηχανισμών.
Ο καθηγητής Λάιτμαν, ειδικός Nευροενδοκρινολόγος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, εξηγεί ότι «η φαρμακευτική βιομηχανία επενδύει τεράστια ποσά για την ανακάλυψη νέων ισχυρότερων φαρμάκων. Ωστόσο, τα συμπεράσματά μας υποδηλώνουν ότι πέραν της αναζήτησης νέων φαρμάκων, είναι μάλλον τώρα η κατάλληλη στιγμή να σκεφτούμε πώς θα βελτιώσουμε τη χορήγηση ήδη υπαρχόντων, όπως της κορτικοστεροειδών».