Υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης λίθων στη χολή αντιμετωπίζουν όσοι υποφέρουν από νόσο του Crohn. Πιο ευάλωτοι είναι εκείνοι τους οποίους η νόσος έχει επηρεάσει τον ειλεό, δηλαδή τα κατώτερα τρία πέμπτα του λεπτού εντέρου. Σύμφωνα με στοιχεία, οι πιθανότητες να σχηματιστούν χολόλιθοι σ' αυτούς τους ασθενείς κυμαίνονται μεταξύ 13% έως 34%.
Οι αιτίες περιλαμβάνουν τη δυσαπορρόφηση των χολικών αλάτων, την απότομη απώλεια του σωματικού βάρους και την υπερανάπτυξη βακτηριδίων στο πεπτικό σύστημα των ασθενών με τη φλεγμονώδη αυτή νόσο του εντέρου.
«Η
δημιουργία χολολίθων είναι συχνή στον γενικό πληθυσμό, όμως οι πιθανότητες
ανάπτυξής τους στους ασθενείς που υποφέρουν από τη νόσο του Crohn είναι σχεδόν
διπλάσιες. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για τα άτομα που πάσχουν από ελκώδη
κολίτιδα, οι πιθανότητες για τους οποίους συμπίπτουν μ' αυτές του συνολικού
πληθυσμού», σημειώνει ο διδάσκων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο γενικός χειρουργός, Δρ.
Αναστάσιος Ξιάρχος.
Η χολή είναι ένα υγρό που παράγεται στο ήπαρ, αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη και απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια της πέψης. Η σύνθεσή του είναι κυρίως νερό, χολικά άλατα, χοληστερόλη και χολερυθρίνη και ο ρόλος του είναι η χώνευση των λιπαρών τροφών. Φυσιολογικά, κατά τη διαδικασία της πέψης η χολή απελευθερώνεται στο δωδεκαδάκτυλο, όπου τα χολικά άλατα διασπούν το λίπος ώστε να είναι εύκολα απορροφήσιμα από τον οργανισμό. Αφού επιτελέσουν το έργο τους, τα χολικά άλατα επαναπορροφώνται για να δημιουργήσουν νέες ποσότητες χολής. Στη χολή όμως μερικών ανθρώπων -και συνηθέστερα στους παχύσαρκους, σε όσους ακολουθούν πλούσια σε θερμίδες και ραφιναρισμένους υδατάνθρακες διατροφή χωρίς να λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες φυτικών ινών, σε όσους πάσχουν από διαβήτη και μεταβολικό σύνδρομο αλλά και σε όσους μείωσαν απότομα το βάρος τους- υπάρχει υπερβολική ποσότητα από χολικά άλατα, χολερυθρίνη ή χοληστερόλη, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται πέτρες στη χολή, δηλαδή σκληρά σωματίδια, διαφορετικής σύνθεσης και χρώματος.
Όπως εξηγεί ο Δρ. Ξιάρχος, οι πάσχοντες από νόσο του Crohn είναι εύκολο να χάνουν
ταχύτατα κιλά εξαιτίας της κατανάλωσης μικρότερων ποσοτήτων τροφής όταν η νόσος
βρίσκεται σε έξαρση, με σκοπό τον περιορισμό των συμπτωμάτων. Μια άλλη αιτία
είναι ότι στους εν λόγω ασθενείς ενδεχομένως να μην απορροφώνται στο ειλεό τα
χολικά άλατα, είτε γιατί έχει αφαιρεθεί χειρουργικά είτε γιατί φλεγμαίνει.
Οπότε, τα χολικά άλατα περνούν στο παχύ έντερο και αναμιγνύονται με τη
χολερυθρίνη, αλλάζοντάς την σε μορφή που μπορεί να απορροφηθεί εκ νέου,
επιστρέφοντας στο ήπαρ για να επαναληφθεί η διαδικασία. Όμως, στη νέα σύσταση
υπάρχει επιπλέον χολερυθρίνη, με αποτέλεσμα τη σταδιακή δημιουργία χολόλιθων.
Εάν, όμως, τα χολικά άλατα δεν απορροφηθούν και αποβληθούν από τον οργανισμό,
τότε το ήπαρ έχει λιγότερη ποσότητα, οπότε η νέα χολή που παράγει είναι
αυξημένης περιεκτικότητας σε χοληστερόλη, που συμβάλει στη δημιουργία λίθων
χοληστερόλης. Τέλος, η παρουσία υπερβολικών βακτηριδίων στο πεπτικό σύστημα
ορισμένων ασθενών με νόσο του Crohn μπορεί να αλλάξουν τη χολερυθρίνη σε μορφή
που μπορεί να απορροφηθεί εκ νέου. Η πρόσθετη χολερυθρίνη, όπως προαναφέρθηκε,
προκαλεί το σχηματισμό χολολίθων.
Απαραίτητη
προϋπόθεση για τη διάγνωση της πάθησης είναι η διενέργεια απεικονιστικών
εξετάσεων. Το υπερηχογράφημα είναι η πιο διαδεδομένη, οικονομική και αξιόπιστη
μέθοδος ελέγχου της παρουσίας χολολίθων. Το ίδιο αξιόπιστες είναι η αξονική και
μαγνητική τομογραφία, μόνο που το κόστος διαφέρει σημαντικά. Εάν απαιτηθεί,
μπορεί να ζητηθεί από τον ασθενή να υποβληθεί σε χολοσπινθηρογράφημα, ή σε
Ενδοσκοπική Παλίνδρομη Χολάγγειο-Παγκρεατογραφία, μια εξέταση που αξιολογεί
αλλά και παρέχει τη δυνατότητα θεραπείας.
Ωστόσο, μόνο
οι χολόλιθοι που προκαλούν πόνο ή φράζουν κάποιο σημείο της διαδρομής της χολής
παραπέμπονται σε θεραπεία, άλλως σε τακτική παρακολούθηση. Σύμφωνα με
τον Δρ. Αναστάσιο Ξιάρχο, η θεραπεία είναι στη συντριπτική πλειονότητα των
περιπτώσεων χειρουργική, για την απομάκρυνση της χοληδόχου κύστης, δεδομένου ότι
δεν υπάρχουν επιπτώσεις από την αφαίρεσή της. Η χολοκυστοεκτομή εκτελείται
πλέον λαπαροσκοπικά, μέσω πολύ μικρών οπών ή και μόνο μιας, και υπερτερεί
έναντι της παλαιότερης, ανοιχτής μεθόδου γιατί ο ασθενής έχει λιγότερο
μετεγχειρητικό πόνο, μηδαμινή απώλεια αίματος, ανακάμπτει γρήγορα.