Σε συνέντευξη τύπου
που διοργάνωσε το Τμήμα Νευροενδοκρινολογίας της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής
Εταιρείας, με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ενημέρωσης για τη νόσο
Cushing, παρουσιάστηκαν πληροφορίες για τη νόσο, καθώς και οι νεότερες
εξελίξεις σχετικά με τη θεραπευτική αντιμετώπισή της.
O κ. Γ. Μαστοράκος, Πρόεδρος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας και της Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων, χαιρετίζοντας την εκδήλωση, είπε: «Σήμερα, 100 χρόνια μετά την πρώτη περιγραφή της νόσου Cushing, και παρά της προόδους που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η έγκαιρη διάγνωση της νόσου παραμένει μία πρόκληση».
Η νόσος Cushing αποτελεί μία σχετικά σπάνια ενδοκρινική νόσο που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική έκκριση κορτιζόλης στον οργανισμό και οφείλεται στην υπερέκκριση μίας ορμόνης (της ACTH) από καλοήθες αδένωμα (όγκο) της υπόφυσης. Τα συμπτώματα της νόσου είναι ποικίλα, ενώ πολλά - όπως για παράδειγμα η αύξηση βάρους, ο διαβήτης, η υπέρταση, και η εύκολη κόπωση – συχνά αποδίδονται σε άλλες πιο κοινές παθήσεις. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει την έγκαιρη διάγνωση, η οποία μπορεί να καθυστερήσει έως και 6 χρόνια σε ορισμένους ασθενείς, ενώ συχνά απαιτούνται πολλαπλές επισκέψεις σε ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και σειρά ειδικών εξετάσεων. Συνεπώς, η ευαισθητοποίηση της ιατρικής κοινότητας, αλλά και του κοινού, είναι επιτακτική, καθώς υπάρχουν συμπτώματα που είναι χαρακτηριστικά της νόσου, όπως η παχυσαρκία κορμού (συσσώρευση λίπους στην κοιλιά με λεπτά άνω και κάτω άκρα), το πανσεληνοειδές προσωπείο (στρογγυλό, ερυθρό, φουσκωμένο πρόσωπο), οι πορφυρές ραβδώσεις του δέρματος στην κοιλιά, τους μηρούς και τους μαστούς, ο εύκολος μωλωπισμός, και τα κατάγματα. Όταν υπάρχει σοβαρή υποψία για τη νόσο, η παραπομπή σε ενδοκρινολόγο είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιβεβαιωθεί ή να αποκλεισθεί η διάγνωση.
Αν η νόσος δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην υγεία των ασθενών, όπως για παράδειγμα διαβήτη, υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), λοιμώξεις, θρομβώσεις και υψηλή χοληστερίνη και τριγλυκερίδια (υπερλιπιδαιμία), μειώνοντας κατά πολύ το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών.
Η κα. Ν. Καραβιτάκη, Ενδοκρινολόγος, Διευθύντρια στο Oxford Centre for Endocrinology and Metabolism του Νοσοκομείου Churchill της Οξφόρδης, παρουσιάζοντας πρόσφατο ερευνητικό έργο, σχετικά με τη θνησιμότητα και τις επιπλοκές της νόσου, χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η θνησιμότητα των ασθενών με νόσο Cushing είναι μέχρι και 8 φορές υψηλότερη σε σύγκριση με τον αντίστοιχο υγιή πληθυσμό, ιδιαίτερα στους ασθενείς εκείνους στους οποίους δεν επιτυγχάνεται επαρκής έλεγχος της νόσου. Δυστυχώς, ακόμη και μετά από επιτυχή θεραπεία, αρκετές και μάλιστα σημαντικές κλινικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τη νόσο Cushing όπως η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και η οστεοπενία ή οστεοπόρωση, παραμένουν. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στη καθυστερημένη διάγνωση».
Μέχρι στιγμής, η καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση για τη νόσο Cushing είναι η χειρουργική εξαίρεση του αδενώματος της υπόφυσης, η οποία πραγματοποιείται από εξειδικευμένο νευροχειρουργό μέσω της διασφηνοειδικής οδού. Στην περίπτωση που η εγχείρηση δεν είναι αποτελεσματική, άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι: η ακτινοβολία της υπόφυσης και η αμφοτερόπλευρη λαπαροσκοπική επινεφριδεκτομή. Παράλληλα, μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα που αναστέλλουν τη παραγωγή κορτιζόλης.
«Παρά της υπάρχουσες θεραπευτικές επιλογές, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό θεραπευτικό κενό στην αντιμετώπιση της νόσου Cushing» ανέφερε ο κ. Σ. Τσαγκαράκης, Ενδοκρινολόγος, Συντονιστής Διευθυντής του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Διαβητολογικού Κέντρου στο Νοσοκομείο «Ο Ευαγγελισμός», ενώ εξήγησε, «Δυστυχώς με το χειρουργείο δεν θεραπεύονται όλοι οι ασθενείς, ενώ ακόμη και στις επιτυχείς επεμβάσεις η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει. Εκτιμάται ότι το 25-35% των περιπτώσεων δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την νευροχειρουργική επέμβαση. Ο χειρισμός των ασθενών αυτών με τα διαθέσιμα φάρμακα ή τα άλλα θεραπευτικά μέσα δεν είναι πάντοτε εύκολος και προϋποθέτει την αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών σε εξειδικευμένα ενδοκρινολογικά κέντρα».
Πρόσφατα ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) ενέκρινε τη κυκλοφορία ενός νέου φαρμακευτικού σκευάσματος, την πασιρεοτίδη (Signifor), η οποία ανήκει στα ανάλογα σωματοστατίνης, για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με νόσο Cushing, οι οποίοι δεν μπορούν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση ή στους οποίους η χειρουργική επέμβαση δεν ήταν επιτυχής. Η πασιρεοτίδη αποτελεί την πρώτη στοχευμένη φαρμακευτική θεραπεία για τη νόσο Cushing, καθώς αναστέλλει την υπερπαραγωγή της ACTH από το αδένωμα της υπόφυσης.
Σύμφωνα με μεγάλη πολυκεντρική μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο περιοδικό New England Journal of Medicine και όπως ανέφερε ο κ. Σ. Τσαγκαράκης που συμμετείχε στην έρευνα, στην πλειονότητα των ασθενών που έλαβαν τη θεραπεία, παρατηρήθηκε άμεση μείωση των επίπεδων ελεύθερης κορτιζόλης ούρων (UFC), ενώ σε μία υποομάδα ασθενών επετεύχθη η ομαλοποίηση των επιπέδων αυτών. Επιπλέον, παρατηρήθηκε βελτίωση στις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου, όπως η αρτηριακή πίεση, η χοληστερίνη, το βάρος, και ο δείκτης μάζας σώματος. Η πασιρεοτίδη χορηγείται μέσω υποδόριας ένεσης.
Νόσος Cushing
Η νόσος Cushing αποτελεί τη πιο συχνή μορφή του συνδρόμου Cushing, που προκαλείται από την υπερβολική ποσότητα κορτιζόλης στον οργανισμό. Η κορτιζόλη είναι μία ορμόνη που παράγεται στα επινεφρίδια και είναι ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό: ρυθμίζει τον μεταβολισμό, την καρδιαγγειακή λειτουργία, το ανοσολογικό σύστημα και βοηθά τον οργανισμό να ανταποκρίνεται στο στρες. Η υπερπαραγωγή της κορτιζόλης οφείλεται σε καλοήθες αδένωμα (όγκο) της υπόφυσης. Η νόσος Cushing προσβάλλει 1-2 ανθρώπους ανά εκατομμύριο πληθυσμού κάθε χρόνο, ενώ το σύνολο των περιπτώσεων υπολογίζεται σε 39 περιστατικά ανά εκατομμύριο πληθυσμού παγκοσμίως. Εμφανίζεται συνήθως με μεγαλύτερη συχνότητα σε γυναίκες ηλικίας από 20 έως 50 χρονών. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν εντοπιστεί αίτια ή παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη των αδενωμάτων της υπόφυσης που προκαλούν τη νόσο Cushing.