Η ινφλιξιμάμπη αποτελεί το μοναδικό εγκεκριμένο βιολογικό παράγοντα για τη θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας, ενώ εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιείται με ανάλογη αποτελεσματικότητα και στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου του Crohn,μιας άλλης φλεγμονώδους πάθησης του εντέρου. Η χορήγηση της ινφλιξιμάμπης σε ενήλικες ασθενείς με σοβαρή ενεργό νόσο του Crohn οδήγησε σε ανταπόκριση στο 60%αυτών μέσα σε δύο εβδομάδες. |
Μείωση στο μισό των κολεκτομών σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ελκώδη κολίτιδα καταγράφουν νέα κλινικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, στοιχεία μακροχρόνιων μελετών, τα οποία παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Γαστρεντερολογίας, δείχνουν ότι η θεραπευτική αγωγή επί 54 εβδομάδες με το μονοκλωνικό αντίσωμα «ινφλιξιμάμπη» μειώνει κατά 41% τη συχνότητα της χειρουργικής αφαίρεσης του παχέος εντέρου (κολεκτομής). Η ινφλιξιμάμπη αποτελεί το μοναδικό εγκεκριμένο βιολογικό παράγοντα για τη θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας, ενώ εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιείται με ανάλογη αποτελεσματικότητα και στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου του Crohn,μιας άλλης φλεγμονώδους πάθησης του εντέρου. Τα αποτελέσματα αυτά έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά σημαντικών αποτελεσμάτων άλλων πρόσφατων μελετών με ινφλιξιμάμπη σε ασθενείς με νόσο του Crohn, τα οποία οδήγησαν στην έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων νέων ενδείξεων/τροποποιήσεων των χαρακτηριστικών του φαρμάκου: ως 2ης γραμμής θεραπεία σε ενήλικες ασθενείς, μετά από ανεπαρκή ανταπόκριση σε κορτικοειδές, αλλά και ως θεραπευτική λύση για τους παιδιατρικούς ασθενείς, ηλικίας 6-17 ετών, με σοβαρή ενεργό νόσο του Crohn και ανάλογα προβλήματα ανταπόκρισης σε άλλες θεραπείες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η χορήγηση της ινφλιξιμάμπης σε ενήλικες ασθενείς με σοβαρή ενεργό νόσο του Crohn οδήγησε σε ανταπόκριση στο 60%αυτών μέσα σε δύο εβδομάδες. Οι δε ασθενείς που συνέχισαν τη θεραπεία με ινφλιξιμάμπη για ένα έτος εμφάνισαν σε υψηλότερο ποσοστό κλινική ύφεση των συμπτωμάτων, με παράλληλη δυνατότητα μείωσης ή διακοπής των στεροειδών. Τα αποτελέσματα ήταν ακόμη καλύτερα για τους παιδιατρικούς ασθενείς, με το 90% αυτών να ανταποκρίνεται μέσα σε 10 εβδομάδες θεραπείας και περίπου το 60% αυτών να εμφανίζει ύφεση των συμπτωμάτων. Επιπρόσθετα σημειώθηκε μείωση στη χορήγηση κορτικοειδών, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση στην ανάπτυξη και στην ποιότητας ζωής τους. |
|