Η εγχώρια αγορά των φαρμακευτικών επιχειρήσεων εξετάζεται σε πρόσφατη μελέτη της Hellastat ΑΕ.
Ο κλάδος απαρτίζεται από 350 περίπου φαρμακευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν ή διακινούν περισσότερα από 6.500 φαρμακευτικά σκευάσματα και απασχολούν 15.000 εργαζομένους περίπου. Οι επιχειρήσεις διακρίνονται στις θυγατρικές των μεγαλύτερων φαρμακοβιομηχανιών παγκοσμίως, στις εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες και στους εγχώριους αντιπροσώπους των ξένων φαρμακευτικών οίκων. Οι πρώτες επικεντρώνονται στη διάθεση των φαρμακευτικών σκευασμάτων που εισάγουν από τις εταιρίες του ομίλου στον οποίο ανήκουν και εξαρτώνται σε υψηλό βαθμό από τις επιχειρηματικές και στρατηγικές κινήσεις των μητρικών τους. Αντιθέτως, οι δεύτερες παράγουν κατά συντριπτική πλειοψηφία γενόσημα φάρμακα, αλλά και πρωτότυπα σκευάσματα για λογαριασμό των ξένων εταιρειών και δικής τους έρευνας. Η εγχώρια παραγωγή εκτιμάται σε 850 δισ. ευρώ περίπου για το 2009. Τέλος, η τρίτη κατηγορία διανέμει στην εγχώρια αγορά τα φαρμακευτικά σκευάσματα ξένων οίκων, έχοντας συνάψει συμβόλαια αποκλειστικής συνεργασίας μαζί τους.
Βασικό κανάλι διανομής των φαρμάκων είναι οι φαρμακαποθήκες και τα φαρμακεία (μερίδιο 75%). Το 2009 η αξία της εγχώριας αγοράς σε τιμές ex-factory ανήλθε σε 5,85 δισ. ευρώ, ενισχυμένη κατά 4,8% από το προηγούμενο έτος. Συνολικά την περίοδο 2000-2009 ο ΜΕΡΜ της αγοράς ήταν 14%. Η ανελαστικότητα της ζήτησης των φαρμάκων ως προς την τιμή, η γήρανση του πληθυσμού και το αρνητικό προφίλ υγείας των Ελλήνων (π.χ. κάπνισμα, παχυσαρκία) εξηγούν, μεταξύ άλλων, την ανοδική πορεία των πωλήσεων.
Η αγορά λειτουργεί σε έντονα ρυθμιστικό πλαίσιο, καθώς οι τιμές διάθεσης των φαρμάκων είναι καθορισμένες (μέσος όρος τριών χαμηλότερων τιμών 22 κρατών-μελών), όπως και τα περιθώρια κερδοφορίας στην αλυσίδα διανομής (φαρμακευτική επιχείρηση - φαρμακαποθήκες - φαρμακεία).
Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη που επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία ανήλθε σε 5,1 δισ. ευρώ το 2009 και επιδιώκεται ο περιορισμός της μέσω της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου με τους οποίους συνεργάστηκε η Hellastat για την εκπόνηση της μελέτης, οι συχνές αλλαγές στην τιμολόγηση των φαρμάκων έχουν προκαλέσει κατά το τελευταία έτος σημαντικά προβλήματα όπως αύξηση των παράλληλων εξαγωγών, απόσυρση παλαιών φαρμάκων και υποκατάσταση με ακριβότερα, αδυναμία προγραμματισμού της παραγωγής και υψηλή πίεση από τους φαρμακευτικούς ομίλους σχετικά με τις ποσότητες που προωθούν στην εγχώρια αγορά. Οι καθυστερήσεις και τα λάθη στα Δελτία Τιμών επιβαρύνουν επιπλέον τη λειτουργία των επιχειρήσεων (π.χ. αδυναμία κυκλοφορίας νέων φαρμάκων, διαχειριστικά κόστη κ.ά.). Τα υψηλά νοσοκομειακά χρέη (σχεδόν 1 δισ. ευρώ προς τα μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος εντός του 2010) και η καθυστέρηση στην αποπληρωμή τους προκαλούν προβλήματα ρευστότητας και αυξάνουν τις απαιτήσεις σε κεφάλαιο κίνησης. Τέλος, η έλλειψη μηχανοργάνωσης στον κλάδο του φαρμάκου προκαλεί σπατάλη πόρων (π.χ. πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού, υπερβολική και πλαστή συνταγογράφηση, απουσία ελέγχων κ.ά.).
Στη μελέτη της Hellastat προκύπτει ότι οι προοπτικές των φαρμακευτικών επιχειρήσεων εξαρτώνται άμεσα από τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο ρυθμιστικό πλαίσιο του κλάδου. Η ισορροπία στην αγορά, έπειτα από την ανακοίνωση της ανατιμολόγησης των φαρμάκων πριν από ένα χρόνο περίπου, την επίπεδη μείωση των τιμών τον περασμένο Μάιο και το νέο Δελτίο Τιμών βάσει του Παρατηρητηρίου Τιμών το Σεπτέμβριο, δεν έχει επέλθει, γεγονός που αποτυπώνεται και στην πτώση των πωλήσεων κατά -6,7% στο 5-μηνο του έτους. Η επέκταση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα ασφαλιστικά ταμεία (πλέον της πρόσφατης πιλοτικής εφαρμογής στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών) μπορεί να συμβάλει στη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, τον εξορθολογισμό της αγοράς φαρμάκων και την αποφυγή "βίαιων" παρεμβάσεων. Επιπλέον, η προώθηση των συζητήσεων σχετικά με την κατάρτιση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και τον τρόπο κατάρτισης της λίστας των φαρμάκων θα είναι καθοριστικές για τις φαρμακευτικές εταιρίες. Τέλος, επισημαίνεται ότι τα γενόσημα φάρμακα χαρακτηρίζονται από θετικές προοπτικές, χάρη στη χαμηλότερη τιμή τους (σημαντικό στοιχείο ανταγωνισμού με δεδομένα τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας), στη χαμηλή διείσδυσή τους συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στο γεγονός ότι παράγονται από την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία (στοιχείο ανάπτυξης της οικονομίας).
Στη μελέτη της Hellastat αναλύονται επίσης οι οικονομικές καταστάσεις 128 επιχειρήσεων. Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν συνοψίζονται στα εξής:
- Tο 2009 o κύκλος εργασιών του δείγματος ανήλθε σε 6,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 7,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
- Η μέση μεταβολή των πωλήσεων ήταν 10,4%, τη στιγμή που η μέση ελληνική επιχείρηση αντιμετώπισε υποχώρηση των εσόδων με ρυθμό -6,8%.
- Τα ΚΠΦ επεκτάθηκαν με μέσο ρυθμό 3,4%, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι το 46,6% του δείγματος αντιμετώπισε κάμψη των αποτελεσμάτων έναντι του 2008.
- Ο δείκτης των μικτών και των καθαρών αποτελεσμάτων παρέμεινε σταθερός στο 34,8% και 3,6% αντίστοιχα, δηλαδή σε υψηλότερα επίπεδα από τη μέση τιμή της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, το περιθώριο ΚΠΤΦΑ περιορίστηκε από 7,5% σε 6,8% (μέση επίδοση οικονομίας: 8,5%).
- Ο βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός κάλυψε το 19,3% των πωλήσεων με την ικανότητα κάλυψης των τόκων από τα λειτουργικά κέρδη να είναι πολύ καλή (σχεδόν 9 φορές).
- Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων υποχώρησε για δεύτερη συνεχόμενη φορά, από 21,6% σε 19%. Ωστόσο, παρέμεινε σημαντικά καλύτερη από τη μέση τιμή της ελληνικής οικονομίας (5,6%).
- Ο εμπορικός κύκλος και η ρευστότητα διαχρονικά δε μεταβάλλονται ιδιαίτερα. Το χρονικό διάστημα χρηματοδότησης με κεφάλαιο κίνησης ανήλθε σε 57 ημέρες. Η γενική ρευστότητα σχηματίστηκε σε 1,2 και η άμεση σε 0,9. Μ.Τ.