Οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, μέσω της μείωσης της θερμιδικής πρόσληψης, που είναι στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), οδηγεί ευρωπαϊκές βιομηχανίες αναψυκτικών στη σταδιακή αφαίρεση της προστιθέμενης ζάχαρης από τα προϊόντα τους και στην εισαγωγή «αρνητικών θερμίδων».
Παράδειγμα αποτελούν οι παραγωγοί αναψυκτικών της ευρωπαϊκής οργάνωσης UNESDA, που έχουν επιτύχει κατά μέσο όρο μείωση των θερμίδων κατά 12% μεταξύ των ετών 2000-2015 και στοχεύουν στην περαιτέρω μείωση κατά 10% έως το 2020.
Η όλη αυτή προσπάθεια είναι μέρος του «πολέμου» που έχει ξεκινήσει η Ε.Ε., μετά από συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.), ενάντια στα προστιθέμενα σάκχαρα, τα οποία εκτός από την παχυσαρκία, προκαλούν και άλλα σοβαρά προβλήματα στην ανθρώπινη υγεία. Στο ίδιο πλαίσιο, η Ε.Ε. συμμετέχει στην προώθηση των υγιεινών διατροφικών συνηθειών, της τακτικής σωματικής άσκησης και της μείωσης της θερμιδικής πρόσληψης (με ιδιαίτερη προσοχή στα αναψυκτικά).
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Π.Ο.Υ., πάνω από το 60% των παιδιών, που είναι υπέρβαρα πριν από την εφηβεία, θα παραμείνουν υπέρβαρα και στην πρώιμη ενηλικίωση, ενώ το 25% των παιδιών στην Ευρώπη, που πηγαίνουν σχολείο, είναι ήδη υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
Φόροι κατά της ζάχαρης, του αλατιού και των λιπαρών
Ορισμένες χώρες της Ευρώπης έχουν υιοθετήσει ειδικούς φόρους κατά της ζάχαρης, του αλατιού ή των λιπαρών, οι οποίοι έχουν άμεσο στόχο να αποτρέψουν την υπέρμετρη κατανάλωση.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ειδικούς, η αύξηση αυτών των φόρων θα μπορούσε να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, πιέζοντας τους καταναλωτές προς φθηνότερα τρόφιμα κατώτερης διατροφικής ποιότητας.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξηγεί ότι οι φόροι στα είδη διατροφής αυξάνουν τη γραφειοκρατία, κυρίως εάν εφαρμόζονται στα συστατικά ή εάν είναι πολύπλοκο το κανονιστικό πλαίσιο που καθορίζει τα τρόφιμα, τα οποία πρόκειται να φορολογηθούν.
Επιπλέον, σχετική έκθεση για το 2014 προειδοποιούσε ότι ο φόρος στα ζαχαρούχα ποτά και τα λιπαρά τρόφιμα θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εργασιακή απασχόληση και τις επενδύσεις.