Η παγκόσμια αγορά των ορφανών φαρμάκων (που προορίζονται για τις σπάνιες νόσους) υπολογίζεται ότι από το 2020 θα αντιπροσωπεύει το 19% των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, πλην των γενοσήμων, σύμφωνα με μια νέα μελέτη. Συγκεκριμένα, η Evaluate Ltd στη σχετική έκθεσή της εκτιμά ότι σε λίγο περισσότερο από 5 χρόνια τα φάρμακα για τις σπάνιες νόσους θα φτάσουν τα 176 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιες πωλήσεις, ξεπερνώντας το ρυθμό αύξησης του 5% που παρατηρείται στην αγορά των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, ποσοστό από το οποίο εξαιρούνται τα γενόσημα.
Για το 2014 το μέσο ετήσιο κόστος ορφανού φαρμάκου ανά ασθενή υπολογίζεται στα 137.782 δολάρια, ωστόσο ο μέσος όρος για ένα μη-ορφανό φάρμακο αποτιμάται στα 20.875 δολάρια.
"Τα ορφανά φάρμακα δεν αποτελούν πλέον ένα μικρό εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς", σχολίασε ο επικεφαλής ερευνών της Evaluate, Anthony Raeside, προσθέτοντας ότι "παρόλο που ο πληθυσμός των ατόμων με σπάνιες παθήσεις είναι εξ ορισμού ο μικρότερος, εκπροσωπούν μεγάλες δαπάνες ανά ασθενή." Τόνισε μάλιστα ότι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά το εξελισσόμενο περιβάλλον, καθώς τα επόμενα χρόνια"θα λανσαριστούν ακόμη περισσότερα ορφανά φάρμακα."
Οι δραστηριότητες του κλάδου στο συγκεκριμένο χώρο πολλαπλασιάστηκαν την τελευταία περίοδο. Το προηγούμενο έτος στις ΗΠΑ σημειώθηκε το ρεκόρ των 260 χορηγήσεων ονομασίας ορφανών φαρμάκων, σύμφωνα με την Evaluate.
Διαπιστώθηκε μάλιστα ότι το κόστος ανάπτυξης των ορφανών φαρμάκων στη Φάση 3 υπολογίζεται στο μισό, σε σύγκριση με τα μη-ορφανά, ωστόσο ο χρόνος ανάπτυξής τους δεν είναι μικρότερος.
Τέλος, η έκθεση επισημαίνει ότι ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος, με την απόδοση της επένδυσης για ένα Φάσης 3 ορφανό φάρμακο να υπολογίζεται κατά 1,89 φορές περισσότερη σε σύγκριση με ένα μη-ορφανό. Προβλέπεται ακόμη ότι η φαρμακευτική Bristol-Myers Squibb θα προσπεράσει τη Novartis στην κορυφή των πωλήσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία από το 2020, λόγω των υψηλών εκτιμήσεων για το Opdivo (νιβολουμάμπη).
Πηγή: pmjournal.gr