Αιτιολογία
Η αιτιολογία της κακοσμίας του στόματος μπορεί να είναι πολυπαραγοντική και αφορά σε εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες. Οι εξωγενείς αφορούν τη λήψη αλκοόλ και ορισμένων τροφών και φυσικά το κάπνισμα. Οι ενδογενείς παράγοντες μπορούν να έχουν ενδοστοματική ή εξωστοματική εντόπιση. Στους ενδοστοματικούς συμπεριλαμβάνονται οι διάφορες μορφές περιοδοντικής νόσου, η φλεγμονή των περιεμφυτευματικών ιστών, η τερηδόνα, το επίχρισμα της γλώσσας, οι ελκώσεις του βλεννογόνου, δόντια με εκτεθειμένο νεκρωμένο πολφό, η επούλωση των ιστών μετά από ενδοστοματικές χειρουργικές επεμβάσεις, η μειωμένη ροή του σάλιου, η ενσφήνωση τροφών, οι κακότεχνες προσθετικές αποκαταστάσεις και ο πλημμελής καθαρισμός κινητών προσθετικών αποκαταστάσεων. Οι εξωστοματικοί ενδογενείς παράγοντες περιλαμβάνουν τις διαταραχές του κατώτερου και ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (π.χ. αμυγδαλίτιδα), του γαστρεντερικού συστήματος (π.χ. γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση), του μεταβολισμού, ορισμένες κακοήθεις νεοπλασίες και κάποιες συστηματικές νόσους.
Τον πιο σημαντικό ρόλο, ωστόσο, στη χρόνια κακοσμία φαίνεται ότι διαδραματίζει το συνολικό μικροβιακό φορτίο του στόματος. Κάποια από τα προϊόντα της διάσπασης των μικροβίων περιέχουν πτητικές θειούχες ενώσεις (volatile sulphur-containing compounds, VSC), οι οποίες αποτελούν την αιτία της κακοσμίας.
Δεν είναι πάντα εύκολο να καταλάβει κάποιος αν όντως έχει ή όχι δυσάρεστη αναπνοή ή δυσώδη απόπνοια.
- Αν τα ούλα ματώνουν όταν κάποιος βουρτσίζει ή περιποιείται με οδοντικό νήμα τα δόντια του, είναι σχεδόν βέβαιο πως έχει και δυσάρεστη αναπνοή.
- Αν τα ούλα του δείχνουν κόκκινα και πρησμένα κατά τόπους, είναι πιθανό ότι συνυπάρχει δυσάρεστη
αναπνοή.
Αντιμετώπιση
Ένας έλεγχος από οδοντίατρο είναι η πρώτη προτεραιότητα. Ο πάσχων θα πρέπει να ζητήσει από τον οδοντίατρο να πραγματοποιήσει καθαρισμό και γυάλισμα των δοντιών και να ρωτήσει αν υπάρχουν τυχόν ατέλειες στα δόντια που να επιτρέπουν τη συγκέντρωση υπολειμμάτων τροφής. Επίσης μπορεί να ζητήσει από τον οδοντίατρο να του δείξει τον ορθό τρόπο καθαρισμού των δοντιών και πώς να χρησιμοποιεί οδοντικό νήμα για τον καθαρισμό της περιοχής ανάμεσα στα δόντια. Τα δόντια θα πρέπει να βουρτσίζονται επί 5 λεπτά, τουλάχιστον δύο φορές κάθε ημέρα, αλλά και να γίνεται χρήση οδοντικού νήματος. Ακόμη είναι σωστό να χρησιμοποιείται οδοντογλυφίδα μετά από κάθε γεύμα για την αφαίρεση τυχόν μεγάλων τεμαχίων τροφής που έχουν παραμείνει ανάμεσα στα δόντια.
Το βούρτσισμα της γλώσσας με μαλακή οδοντόβουρτσα (ή κάποιο ειδικά σχεδιασμένο βοήθημα που λειτουργεί ως ξέστρο) μία φορά την ημέρα μπορεί να βοηθήσει. Το πιο σημαντικό είναι να βουρτσίζεται το πίσω τμήμα της γλώσσας, αν μπορεί κάποιος να το κάνει χωρίς να πνίγεται. Δεν θα πρέπει κανείς να υπερβάλλει· το σημαντικό είναι να αποκολληθούν τα βακτήρια και να καθαριστεί το επίχρισμα.
Η μάσηση τσίχλας χωρίς ζάχαρη μπορεί να βοηθήσει γιατί διεγείρει την παραγωγή σάλιου και περιλαμβάνει κίνηση του σαγονιού και των μάγουλων. Και οι δύο αυτοί παράγοντες βοηθούν στην αφαίρεση των υπολειμμάτων τροφής και στον καθαρισμό του στόματος.
Τα στοματικά διαλύματα, τα αποσμητικά σπρέι στόματος ή δισκία μπορούν να καλύψουν προσωρινά τη δυσάρεστη μυρωδιά —κάτι χρήσιμο μετά από την κατανάλωση κρεμμυδιού ή σκόρδου. Τα περισσότερα στοματικά διαλύματα περιέχουν επιπλέον αντιβακτηριακές ουσίες, οπότε, τουλάχιστον θεωρητικά, καταπολεμούν τόσο την ουλίτιδα όσο και τη στοματική κακοσμία. Υπάρχουν οι εξης κύριοι τύποι στοματικών διαλυμάτων:
- Στοματικό διάλυμα δύο φάσεων (DentylpH) που περιέχει τρεις αντιβακτηριακούς παράγοντες —φυσικά αιθέρια έλαια, τρικλοζάνη και χλωριούχο κετυλπυριδίνιο— που απορροφούν και αφαιρούν τα βακτήρια, τα υπολείμματα τροφής και τα νεκρά κύτταρα που προκαλούν τη δυσάρεστη αναπνοή.
- Η γλυκονική χλωρεξιδίνη (π.χ. Chlorhexil) είναι το πιο αποτελεσματικό αντιβακτηριακό διάλυμα, αλλά έχει άσχημη γεύση και σκουραίνει το χρώμα των δοντιών για μερικές ημέρες.
- Τα φαινολικά στοματικά διαλύματα (π.χ. Listerine) είναι σχεδόν τόσο αποτελεσματικά όσο και η χλωρεξιδίνη στην καταπολέμηση της ουλίτιδας.
- Το χλωριούχο κετυλπυριδίνιο (π.χ. Periogard) είναι αποτελεσματικό αντιβακτηριακό, αλλά δεν παραμένει στο στόμα για πολύ μετά το ξέβγαλμα.
- Η ποβιδόνη-ιωδίνη (π.χ. Betadine) μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται από εγγύους ή για περισσότερο από 14 ημέρες.
Τα περισσότερα στοματικά διαλύματα είναι όξινα, και πολλοί οδοντίατροι ανησυχούν για τη ζημιά που μπορεί να προκαλούν στην αδαμαντίνη των δοντιών. Είναι ακόμη πιθανό ότι τα βακτήρια που εξαλείφουν μπορεί να αντικαθίστανται από πιο επιβλαβείς μορφές που ίσως να είναι ανθεκτικές στα στοματικά διαλύματα.
Συμπερασματικά, το πιο αποτελεσματικό πρωτόκολλο αντιμετώπισης της στοματικής κακοσμίας περιλαμβάνει το συνδυασμό της μηχανικής απομάκρυνσης των μικροβιακών εναποθέσεων, οδηγίες στοματικής υγιεινής με έμφαση στο μεσοδόντιο καθαρισμό (οδοντικό νήμα, βουρτσάκια μεσοδόντιων διαστημάτων) και στον καθαρισμό της γλώσσας, και πλύσεις του στόματος και του φάρυγγα με κάποιο αντιμικροβιακό στοματικό διάλυμα.