Η χορήγηση αγωγής με θυροξίνη αποτελεί ένα ερωτηματικό καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη ξεκινούν την αγωγή και συνήθως τη συνεχίζουν δια βίου, χωρίς να είναι καλά τεκμηριωμένος ο λόγος χορήγησης.
Πράγματι, σήμερα η θυροξίνη αποτελεί το πρώτο φάρμακο σε κυκλοφορία στις ΗΠΑ
και το τρίτο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πλην όμως, η μακροχρόνια λήψη θυροξίνης
σχετίζεται με κακή ποιότητα ζωής, αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα, διαταραχές από
το καρδιαγγειακό και οστεοπόρωση, καθιστώντας υποχρεωτική την αναθεώρησης της
λήψης αγωγής σε όσους την λαμβάνουν και ιδιαίτερα στα άτομα τρίτης ηλικίας.
Το κλινικό ερώτημα πότε να διακόπτουμε την αγωγή σε ασθενή που λαμβάνει
θυροξίνη έχει αρχίσει να απασχολεί την επιστημονική κοινότητα χωρίς να υπάρχουν
σαφείς κατευθυντήριες οδηγίες. Στο πρόσφατο Παναμερικανικό Συνέδριο
Ενδοκρινολογίας παρουσιάστηκε μια εργασία που διεξήχθη στη χώρα μας, από
Ενδοκρινολόγους του Νοσοκομείου Metropolitan και του Ευγενιδείου Θεραπευτηρίου,
όπου βρέθηκε ότι σε 291 ασθενείς που δεν είχαν σαφώς τεκμηριωμένο λόγο λήψης
αγωγής (θυρεοειδεκτομή, κύηση κλπ) η χορήγηση αγωγής με θυροξίνη ήταν
απαραίτητη μόλις στο 40% των ατόμων.
Μάλιστα, φάνηκε ότι η ηλικία, το βάρος, η
διάρκεια λήψης αγωγής, η δόση, η παρουσία θετικών αντισωμάτων θυρεοειδούς και ο
όγκος του αδένα δεν σχετίζονταν με την ανάγκη συνέχισης της αγωγής.
Όπως επισημαίνει ο πρώτος συγγραφέας της εργασίας Δρ. Σαράντης Λιβαδάς, στη
χώρα μας υπολογίζονται περίπου σε 700.000 τα άτομα που λαμβάνουν θυροξίνη.
Τονίζει την αναγκαιότητα επαναξιολόγησης χορήγησης αγωγής σε άτομα που δεν
έχουν σαφή λόγο λήψης αγωγής σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες.
«Οι πλέον κατάλληλοι για τη λήψη αυτής της θεραπευτικής απόφασης είναι οι ενδοκρινολόγοι της χώρας, καταλήγει ο κ. Λιβαδάς.