Σύμφωνα με μελέτες των τελευταίων ετών, η έκθεση σε διάφορους οξειδωτικούς παράγοντες (ηλιακή και ιονίζουσα ακτινοβολία, βαρέα μέταλλα, ατμοσφαιρικοί ρύποι) αλλά και ο σύγχρονος τρόπος ζωής των ατόμων της νεαρής και μέσης ηλικίας (κάπνισμα, οινόπνευμα, έντονο κοινωνικοοικονομικό άγχος), οδηγούν σε μόνιμη εγκατάσταση μιας βλαπτικής οξειδωτικής υπερέντασης («οξειδωτικό στρες»), με δραματικές συνέπειες για την υγεία κατά τα όψιμα στάδια της ζωής του ανθρώπου (αθηροσκλήρωση, εκφυλιστικές παθήσεις των οφθαλμών, νοητικές δυσλειτουργίες κ.τ.λ.).
Οι γνώσεις μας, ευτυχώς, σχετικά με την ωφελιμότητα ορισμένων διατροφικών συστατικών και κυρίως του φυλλικού οξέος και των αντιοξειδωτικών, στην προληπτική φροντίδα υγείας, σήμερα εμπλουτίζονται με εκπληκτικούς ρυθμούς.
Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις στα εξής ενδιαφέροντα ερωτήματα: γιατί τα άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών χρειάζονται ορισμένα συμπληρώματα βιταμινών και μετάλλων, ποιο μακροπρόθεσμο όφελος μπορούν να προσφέρουν και σε ποιες ποσότητες πρέπει να λαμβάνονται, ώστε να παρέχουν τη βέλτιστη προστασία και ασφάλεια.
Η διατροφική ένδεια
Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα της τρίτης ηλικίας παρουσιάζουν μειωμένα επίπεδα ορισμένων διατροφικών συστατικών, όπως των βιταμινών D, Β6, Β12, του ασβεστίου και του φυλλικού οξέος αλλά και του συνενζύμου Q10. Η ένδεια αυτή μπορεί να οφείλεται σε μειωμένες προσλήψεις, σε συνυπάρχουσα νοσηρότητα, στη λήψη φαρμάκων (π.χ. οι στατίνες αναστέλλουν τη βιοσύνθεση του συνενζύμου Q10), τη χρήση οινοπνεύματος καθώς και σε μεταβολές των φυσιολογικών λειτουργιών, σχετιζόμενες με την ηλικία.
Συγκεκριμένα οι μεταβολές των φυσιολογικών λειτουργιών κατά τη γήρανση οφείλονται συνήθως σε:
- Μειωμένες θερμιδικές ανάγκες.
- Πλημμελή απορρόφηση - βιοδιαθεσιμότητα ορισμένων διατροφικών συστατικών (φυλλικό οξύ, βιταμίνη Β12).
- Μειωμένη σύνθεση προβιταμίνης D, κινητοποίηση ασβεστίου από τα οστά (οστεοπόρωση).
- Προβλήματα μάσησης, κατάποσης.
- Περιορισμό της γεύσης και της όσφρησης με την ηλικία.
- Ψυχοκοινωνική κατάσταση (κατάθλιψη, ανορεξία, διανοητική πτώση, απομόνωση, οικονομικές δυσκολίες).
- Μειωμένη κινητικότητα και λειτουργικότητα (με αποτέλεσμα την ανικανότητα προμήθειας και μεταφοράς τροφίμων ή δυσκολίες στο μαγείρεμα).
- Πτώση ιστικών επιπέδων των βιταμινών (π.χ. συνενζύμου Q10, βιταμίνης Β12, φυλλικού) με την πάροδο της ηλικίας.
Πέραν τούτων υπάρχουν και παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την επάρκεια βιταμινών, όπως είναι:
- Ο διαιτητικός περιορισμός μίας κατηγορίας θρεπτικών συστατικών, όπως λιπαρών τροφίμων (λόγω νοσηρότητας), με συνέπεια και την ελαττωμένη λήψη λιποδιαλυτών βιταμινών.
- Η ελαττωμένη βιοδιαθεσιμότητα ορισμένων βιταμινών της διατροφής. Για παράδειγμα, η βιοδιαθεσιμότητα του φυλλικού της διατροφής είναι η μισή εκείνης του συνθετικού μονογλουταμινικού φυλλικού των συμπληρωμάτων. Επί μειωμένης έκκρισης γαστρικού οξέος (υπολογίζεται ότι το 30% και πλέον των ατόμων της τρίτης ηλικίας έχει μια ελαττωμένη παραγωγή γαστρικού οξέος), το φυλλικό της διατροφής (όπως άλλωστε και η βιταμίνη Β12, το ασβέστιο και ο ψευδάργυρος) απορροφάται πλημμελώς. Μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα παρουσιάζει και η β-καροτίνη. Πράγματι μελέτες έδειξαν ότι η βιοδιαθεσιμότητα της β-καροτίνης των τροφίμων είναι μόλις από 7 έως 23% της περιεκτικότητάς της.
- Οι απώλειες κατά τη συντήρηση και το μαγείρεμα των τροφίμων. Το 50% και πλέον του φυλλικού των τροφίμων χάνεται κατά τη διαδικασία της οικιακής προετοιμασίας τους και κατά το μαγείρεμα. Υπολογίζεται ότι η συντήρηση των τροφίμων μειώνει την περιεκτικότητά τους σε βιταμίνη C κατά 14 - 32%, ενώ το βράσιμο των λαχανικών έχει σαν συνέπεια μία επιπλέον απώλεια κατά 30 - 39%.
- Η χαμηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνες των τροφίμων ευρείας κατανάλωσης. Για παράδειγμα, τα πλούσια σε συνένζυμο Q10 τρόφιμα είναι μόνο η σόγια, οι σαρδέλες και ορισμένα άλλα ψάρια, η κατανάλωση των οποίων δεν μπορεί να είναι καθημερινή. Τούτο δεν ισχύει για τη βιταμίνη C, η οποία περιέχεται σε αρκετά υψηλές ποσότητες στα φρούτα και τα ωμά λαχανικά, τα οποία είναι τρόφιμα ευρείας κατανάλωσης.
Όσα αναλύθηκαν παραπάνω οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα ότι τα συμπληρώματα ορισμένων βιταμινών και μετάλλων (βλ. πίνακα που ακολουθεί) στις συνιστώμενες ποσότητες, κατέχουν μία αξιόλογη θέση για τα άτομα της τρίτης ηλικίας, η οποία σχετίζεται εκτός των άλλων και με την επαρκή διατροφική τους κατάσταση.
Οι βιταμίνες που σχετίζονται με μειωμένη νοσηρότητα και θνησιμότητα κατά τη μέση και τρίτη ηλικία |
||
Βιταμίνη |
Νοσήματα |
Προτεινόμενη ποσότητα ημερησίας πρόσληψης |
Αντιοξειδωτικές |
||
Βιταμίνη Ε |
Καρδιαγγειακά |
50 - 100 IU |
Bιταμίνη C |
Kαταρράκτης Καρκίνος |
250 - 350 mg |
β-καροτίνη |
Καρδιαγγειακά Kαρκίνος Εκφυλιστικά νοσήματα οφθαλμού |
10.000 - 20.000 ΙU |
Συνένζυμο Q10 |
Aθηροσκλήρωση |
10 - 20 mg |
Λουτεΐνη |
Εκφύλιση ωχράς κηλίδας |
4 - 8 mg |
Φυλλικό οξύ |
||
Καρδιαγγειακά Φλεβική θρόμβωση Ψυχονοητικές διαταραχές γήρανσης |
600 μg |
|
Βιταμίνη Β12 |
Νευροπάθειες Ψυχωτικά σύνδρομα |
3 - 10 μg |
Η ενίσχυση της αντιοξειδωτικής προστασίας
Η αυξημένη πρόσληψη ορισμένων αντιοξειδωτικών της διατροφής φαίνεται ότι συμβάλλει στην άμυνα του οργανισμού, έναντι της βλαπτικής επίδρασης των ελεύθερων ριζών. Το συνένζυμο Q10 και η βιταμίνη Ε, για παράδειγμα, μειώνουν την οξειδωτική τροποποίηση της LDL- χοληστερόλης, η οποία εμπλέκεται στην παθογένεια της επιταχυνόμενης αθηροσκλήρωσης και την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Ο ρόλος της ενισχυμένης πρόσληψης μερικών αντιοξειδωτικών της διατροφής, όπως της βιταμίνης C, της β-καροτίνης και ιδίως της λουτεΐνης, στην πρόληψη των εκφυλιστικών παθήσεων του οφθαλμού, που σχετίζονται με την προχωρημένη ηλικία, όπως είναι ο καταρράκτης και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, έχει αρκούντως μελετηθεί και τεκμηριωθεί. Ιδιαίτερα η λουτεΐνη είναι ένα βασικό συστατικό της χρωστικής της ωχράς κηλίδας του οφθαλμού, που προστατεύει τον αμφιβληστροειδή από τη βλαπτική επίδραση του φωτός. Η απώλεια αυτής της χρωστικής της ωχράς κηλίδας, με την πάροδο της ηλικίας, οδηγεί σε γεροντική εκφύλισή της, με συνέπεια τη μη αναστρέψιμη τύφλωση. Επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η αυξημένη πρόσληψη λουτεΐνης, από τη μέση ηλικία, μειώνει έως και 43% τον κίνδυνο ανάπτυξης γεροντικής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, προστατεύοντας έτσι την όραση των ατόμων της προχωρημένης ηλικίας.
Τα συμπληρώματα των αντιοξειδωτικών μπορούν, λοιπόν, να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στην προληπτική φροντίδα υγείας των ατόμων της τρίτης ηλικίας, αρκεί η λήψη τους να ξεκινάει τουλάχιστον από τη μέση ηλικία, να είναι συστηματική και συνεχόμενη.
Ο ρόλος του φυλλικού οξέος
Το φυλλικό οξύ εκτός από το ρόλο του στη σύνθεση του DNA και του RNA, είναι απαραίτητο για τη μετατροπή της ομοκυστεΐνης σε μεθειονίνη. Η ένδεια του φυλλικού οξέος (η οποία είναι ιδιαίτερα συχνή στα άτομα της μέσης και τρίτης ηλικίας) έχει ως συνέπεια, η μετατροπή αυτή να μην επιτελείται με τον απαιτούμενο ρυθμό, οπότε εμφανίζονται αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης στον ορό. Σήμερα, έχει αναγνωριστεί το γεγονός ότι η υπερομοκυστεϊναιμία αυτή αποτελεί ένα σημαντικό και ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικών επεισοδίων και θρόμβωσης, αλλά και για θανατηφόρα έκβαση των εν λόγω νοσημάτων.
Σημειωτέον ότι ο επιπολασμός υψηλών συγκεντρώσεων ομοκυστεΐνης στον ορό (άνω των 11μmol/L) είναι ιδιαίτερα αυξημένος στα άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών και μάλιστα στους καπνιστές, ενώ η συμπληρωματική χορήγηση 600 μg φυλλικού έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο για την ομαλοποίηση της ομοκυστεΐνης και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Αρκετές μελέτες έδειξαν επίσης μία άμεση αρνητική συσχέτιση μεταξύ του φυλλικού του ορού ή της πρόσληψής του και του κινδύνου για στεφανιαία νόσο και έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έτσι έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες με μειωμένα επίπεδα φυλλικού στον ορό (<6,8 nmol/L) παρουσίασαν τριπλάσιο κίνδυνο για θάνατο από έμφραγμα του μυοκαρδίου, σε σύγκριση με τα ανώτερα επίπεδα.
Συμπέρασμα
Ορισμένα συμπληρώματα διατροφής (κυρίως φυλλικού οξέος, βιταμίνης Β12, λουτεΐνης και άλλων αντιοξειδωτικών) είναι χρήσιμα και αναγκαία για τα άτομα της μέσης και τρίτης ηλικίας, γιατί:
- Αποκαθιστούν αρκετές διατροφικές ένδειες και τα μειωμένα ιστικά επίπεδα βιταμινών που σχετίζονται με την ηλικία.
- Παρέχουν αντιοξειδωτική προστασία.
- Μειώνουν τον κίνδυνο: καρδιαγγειακών νοσημάτων, εκφυλιστικών παθήσεων του οφθαλμού, ψυχονοητικών διαταραχών της γήρανσης.