Νέα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν σε μια ηλεκτρονική προδημοσίευση του εντύπου European Journal of Neurology αναφέρουν ότι η πρεγκαμπαλίνη (Lyrica ®) μπορεί να είναι αποτελεσματική στην ανακούφιση του νευροπαθητικού πόνου που προέρχεται από τραυματισμό.
Η πρεγκαμπαλίνη είναι επί του παρόντος η μόνη θεραπεία για το νευροπαθητικό πόνο με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα στους πρωτεύοντες παράγοντες αξιολόγησης του πόνου σε μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη στο συγκεκριμένο πληθυσμό ασθενών.
Οι ασθενείς στη μελέτη εμφάνιζαν ποικιλόμορφα συμπτώματα και αποτελούσαν μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη ομάδα, καθώς είχαν εμφανίσει μετατραυματικό πόνο διαφορετικής αιτιολογίας για 4,4 συνεχή χρόνια κατά μέσο όρο, ενώ 80% εξ αυτών λάμβαναν επικουρική θεραπεία σταθερής δόσης για τον πόνο. Παρόλα αυτά, η θεραπεία με πρεγκαμπαλίνη είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση του πόνου σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο στο τέλος της τυχαιοποιημένης, διπλά τυφλής, ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο πολυκεντρικής μελέτης. Τα στοιχεία έδειξαν επίσης ότι οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με πρεγκαμπαλίνη ανέφεραν λιγότερα συμπτώματα σχετικά με τον πόνο, όπως διαταραχές του ύπνου και είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν συνολική βελτίωση στο τέλος της μελέτης σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Ο νευροπαθητικός πόνος ως αποτέλεσμα τραυματισμού, εμφανίζεται μετά από βλάβη ή τραύμα στα νεύρα λόγω ατυχήματος ή χειρουργικής επέμβασης και θεωρείται πάθηση που παρουσιάζει δυσκολίες στη θεραπεία της. Ο νευροπαθητικός πόνος σχετίζεται με ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων όπως, «κάψιμο», «μαχαιριά», «πόνος σαν να σε πυροβολεί κάποιος», υπερευαισθησία στο άγγιγμα ή στο κρύο ή πιο ακραία συμπτώματα όπως, μεταξύ άλλων, πόνο παρόμοιο με αυτόν που προκαλείται από έγκαυμα.
Μια μελέτη έδειξε ότι τουλάχιστον ένας στους πέντε ενήλικες Ευρωπαίους θεωρείται ότι ζει με χρόνιο πόνο, με 40% εξ αυτών να αναφέρουν ότι δεν είναι σε θέση πλέον να λειτουργήσουν φυσιολογικά λόγω του πόνου. Πολλοί άνθρωποι με νευροπαθητικό πόνο έχουν δυσκολίες ή δεν μπορούν καθόλου να επιτελέσουν καθημερινές δραστηριότητες, όπως να οδηγήσουν, να εργαστούν εκτός σπιτιού ή να κοιμηθούν, λόγω του πόνου. Σχεδόν τα δύο τρίτα των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν δυσκολίες ή δεν μπορούσαν να κοιμηθούν καθόλου λόγω του πόνου.
«Η μελέτη αυτή θα μπορούσε να δώσει ελπίδα στους ασθενείς που υποφέρουν από χρόνιο εξουθενωτικό πόνο», είπε ο Δρ Michael Serpell, Ανώτερος Κλινικός Λέκτορας Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημιακού Τμήματος Αναισθησιολογίας, Πόνου και Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Gartnavel της Γλασκόβης). «Αυτή η μελέτη είναι ενθαρρυντική και για τους ιατρούς, που παραδοσιακά θεωρούσαν το νευροπαθητικό πόνο ως αποτέλεσμα τραυματισμού μια πάθηση που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά».
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν πρεγκαμπαλίνη εμφάνισαν σημαντική μείωση του πόνου στο τέλος της μελέτης σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Στο τέλος της μελέτης, οι ασθενείς που έλαβαν πρεγκαμπαλίνη είχαν, κατά μέσο όρο, βαθμολογία πόνου κατά 0,62 βαθμούς (προσαρμοσμένη διαφορά) χαμηλότερη σε μια αριθμητική κλίμακα βαθμολόγησης (Numerical Rating Scale - NRS) 11 μονάδων, σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p=0,01). Οι ασθενείς που έλαβαν πρεγκαμπαλίνη ανέφεραν σημαντικά λιγότερη δυσκολία στον ύπνο λόγω του πόνου σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Στο τέλος της μελέτης, οι ασθενείς που έλαβαν πρεγκαμπαλίνη είχαν μια μέση βαθμολογία δυσκολίας στον ύπνο, που αξιολογούσαν οι ίδιοι ανά εβδομάδα, της τάξης του 2,73 (με τιμή έναρξης 4,1) για τη μέτρηση του κατά πόσο ο πόνος προκαλούσε δυσκολία στον ύπνο κατά τις τελευταίες 24 ώρες, σε σύγκριση με 4,13 για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου (με τιμή έναρξης 4,8). Επιπλέον, στο τέλος της μελέτης, σημαντικά μεγαλύτερος αριθμός ασθενών που έλαβαν πρεγκαμπαλίνη (68%), ανέφεραν ότι νιώθουν «καλύτερα» σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (43%).
Σχετικά με τη μελέτη
Στην πολυκεντρική, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη της πρεγκαμπαλίνης σε 254 ενήλικες ασθενείς με περιφερικό νευροπαθητικό πόνο ως αποτέλεσμα τραυματισμού, οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στη λήψη ευέλικτης δόσης πρεγκαμπαλίνης 150 mg έως 600 mg ημερησίως για τέσσερις εβδομάδες βελτιστοποίησης δόσης, ακολουθούμενες από τέσσερις εβδομάδες με σταθερή δόση συντήρησης. Η μελέτη διεξήχθη σε κέντρα του Καναδά και της Ευρώπης. Η μέση δόση πρεγκαμπαλίνης στο τελικό σημείο ήταν 326 mg ημερησίως. Οι ασθενείς έπρεπε να εμφανίζουν εμμένοντα νευροπαθητικό πόνο για τουλάχιστον τρεις μήνες μετά από τραυματικό γεγονός όπως ατύχημα, χειρουργική επέμβαση ή ακρωτηριασμό και να έχουν βαθμολογία πόνου μεγαλύτερη ή ίση με 4 σε μια NRS 11 μονάδων και μεγαλύτερη από 40 στην οπτική αναλογική κλίμακα (Visual Analog Scale - VAS) 100mm. Στους ασθενείς που λάμβαναν ήδη κάποιο φάρμακο επιτράπηκε να συνεχίσουν τη θεραπεία τους κατά τη διάρκεια της μελέτης, εκτός από τους ασθενείς που λάμβαναν γκαμπαπεντίνη, στους οποίους δόθηκε η εντολή να διακόψουν τη θεραπεία τους.
Στους ασθενείς ζητήθηκε να μετρήσουν τον πόνο τους σε μια NRS από το μηδέν έως το 10. Η μέση βαθμολογία αναφοράς βάσει αυτής της NRS των 11 μονάδων ήταν 6,0 στην ομάδα της πρεγκαμπαλίνης και 6,3 στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Ο πρωτεύων παράγοντας αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας ήταν η διαφορά μεταξύ των ομάδων της πρεγκαμπαλίνης και του εικονικού φαρμάκου στο μέσο όρο βαθμολογίας πόνου που ανέφεραν οι ίδιοι οι ασθενείς της μελέτης κατά τη λήξη της. Οι δευτερεύοντες παράγοντες αξιολόγησης περιελάμβαναν τις επιδράσεις της πρεγκαμπαλίνης σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο στο άγχος, καθώς και τη δυσκολία στον ύπνο λόγω του πόνου και τη συνολική βελτίωση που ανέφεραν οι ίδιοι οι ασθενείς.
Η πρεγκαμπαλίνη αποδείχτηκε γενικά καλά ανεκτή, με τις ανεπιθύμητες ενέργειες να χαρακτηρίζονται ως επί το πλείστον ήπιες ή μέτριες. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες σε αυτήν τη μελέτη, έναντι του εικονικού φαρμάκου, ήταν ζάλη (43,3% έναντι 9,4%) και υπνηλία (15,7% έναντι 6,3%), ακολουθούμενες από κεφαλαλγία (11,8% έναντι 11,0%), κόπωση (11,8% έναντι 7,9%) και ξηροστομία (11,0% έναντι 4,7%).
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από την εταιρεία Pfizer Inc.