Η απόδοση των επενδύσεων (ROI) της φαρμακευτικής βιομηχανίας στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) νέων θεραπειών έχει μειωθεί για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, σύμφωνα με μια έκθεσητων εταιρειών Deloitte και Thomson Reuters. Την ίδια περίοδο, το κόστος για την έναρξη κυκλοφορίας ενός νέου φαρμακευτικού προϊόντος έχει αυξηθεί κατά 18% στα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον και η αποτυχία περαιτέρω ανάπτυξης υποψήφιων φαρμάκων, που βρίσκονταν στις τελευταίες φάσεις, έχουν επιφέρει κόστος 243 δισ. δολάρια σε 12 μεγάλες εταιρείες.
Όσον αφορά την απόδοση των επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη, αυτή μειώθηκε από το 10,5% το 2010 στο 4,8% μέχρι φέτος, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των χημικών ενώσεων που καταλήγουν στα τελευταία στάδια ανάπτυξης παρέμεινε σταθερός.
Η μελέτη των Deloitte και Thomson Reuters περιλαμβάνει τις 12 εταιρείες με τη μεγαλύτερη δαπάνη στην έρευνα και ανάπτυξη, με την ανάλυσή τους να εστιάζει σε project της φάσης 3 και της υποβολής προς έγκριση.
Σε δήλωσή τους ανέφεραν ότι "οι μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες είχαν καλές επιδόσεις όσον αφορά την εισαγωγή νέων προϊόντων στην αγορά, ωστόσο βρίσκονται αντιμέτωπες με τις μειωμένες αποδόσεις των επενδύσεων", προσθέτοντας ακόμη ότι υπάρχει χώρος για βελτίωση.
Από το 2010 οι 12 κορυφαίες φαρμακευτικές επιχειρήσεις λανσάρισαν 105 προϊόντα αξίας περίπου 770 δισ. δολαρίων, ενώ επιπλέον έφεραν και 167 project στα τελικά στάδια ανάπτυξης, αξίας 819 δισ. δολαρίων. Ως προς αυτό η έκθεση επισημαίνει ότι τα project, που βρίσκονται στα τελευταία στάδια, απαιτούν περισσότερες δαπάνες, καθώς οι έρευνες γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκες.
Οι συντάκτες πάντως αναδεικνύουν τρεις βασικούς τομείς για τη βελτίωση της απόδοσης των επενδύσεων:
- την επικέντρωση των προσπαθειών στις πραγματικές και ακάλυπτες ανάγκες και στην προβολή της αξίας και της σχέσης κόστους – αποτελεσματικότητας
- την εκπαίδευση του προσωπικού που απαρτίζει τον τομέα έρευνας και ανάπτυξης
- την αξιοποίηση αναλύσεων που θα ενισχύσουν τη λήψη αποφάσεων.
Πηγή: pmjournal.gr