Στο μικροσκόπιο των επιστημόνων βρίσκεται ένα οπιοειδές αναλγητικό το οποίο θα περιορίζει τις αυτοκτονικές τάσεις.
Πρόκειται για τη βουπρενορφίνη, ένα ημισυνθετικό οπιοειδές, που χρησιμοποιείται επίσης, όπως η μεθαδόνη, για την απεξάρτηση από την ηρωίνη.
Η προκαταρκτική κλινική δοκιμή δείχνει ότι το φάρμακο μπορεί να μειώσει δραστικά τις αυτοκτονικές σκέψεις μετά από από μία μόνο εβδομάδα χορήγησης. Αν αυτό επιβεβαιωθεί από μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές, τότε ανοίγει ο δρόμος για το πρώτο φάρμακο ταχείας δράσης κατά της αυτοκτονίας.
Οι ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον και του Πανεπιστημίου της Χάϊφα, με επικεφαλής τον Τζάακ Πάνκσεπ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής «The American Journal of Psychiatry», σύμφωνα με το «New Scientist», χορήγησαν επί ένα μήνα σε χαμηλή δοσολογία το φάρμακο σε 40 ανθρώπους με σοβαρές τάσεις αυτοκτονίας (τα δύο τρία είχαν ήδη κάνει απόπειρα). Μια δεύτερη ομάδα ατόμων επίσης με αυτοκτονικές τάσεις έλαβε απλώς ένα εικονικό φάρμακο (πλασέμπο).
Η ψυχική κατάσταση των ασθενών καταγραφόταν από ψυχιάτρους ανά εβδομάδα μέσω ειδικού ερωτηματολογίου. Στην αρχή της δοκιμής οι ασθενείς είχαν κατά μέσο όρο «σκορ αυτοκτονίας» 20 (θεωρούμενο αρκετά υψηλό για να νοσηλευθεί ο ασθενής στο νοσοκομείο για τη δική του ασφάλεια). Όσοι πήραν το φάρμακο, σε μια εβδομάδα είχαν υποχωρήσει έξι μονάδες στην κλίμακα των αυτοκτονικών σκέψεων και σε ένα μήνα εμφάνιζαν μείωση δέκα μονάδων (δηλαδή στο μισό), επίπεδο ασφαλές για να μην χρειάζονται νοσηλεία. Όσοι πήραν πλασέμπο, εμφάνισαν μείωση δύο μονάδων.
Ένα φάρμακο γρήγορης δράσης θεωρείται απαραίτητο, σύμφωνα με τους γιατρούς, καθώς έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ανθρώπων με τάση αυτοκτονίας. Στις ΗΠΑ π.χ. μέσα σε ένα έτος πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας.
Από όλα τα οπιοειδή, η βουπρενορφίνη θεωρείται η πιο ασφαλής και γι' αυτό συνταγογραφείται ακόμη και σε ανθρώπους που έχουν εθιστεί σε άλλα οπιοειδή. Η ερευνητική ομάδα του Πάνκσεπ φρόντισε πάντως να χορηγήσει δόσεις 30 φορές μικρότερες από αυτές που θα οδηγούσαν σε εθισμό. Κανείς από τους συμμετέχοντες ασθενείς δεν ανέφερε συμπτώματα στέρησης μετά τη διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου, όταν τελείωσε η δοκιμή.