Τα άτομα με χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο αρρωσταίνουν συχνότερα, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.
Οι Έλληνες δεν φροντίζουν την υγεία τους, τρώνε άσχημα, πίνουν λίγο παραπάνω, καπνίζουν, δεν ασκούνται και μετά καταφεύγουν στα φάρμακα για να θεραπεύσουν τα κακώς κείμενα.
| |
Τα στοιχεία της πανελλαδικής έρευνας για τη Διερεύνηση του Επιπέδου Υγείας και Αξιολόγηση των Υπηρεσιών Υγείας, είναι αποκαλυπτικά και δείχνουν ότι τουλάχιστον 1 στους 3 (36,7%) κάνει καθημερινή, ή σε τακτά χρονικά διαστήματα χρήση φαρμάκων, εξαιτίας κάποιου προβλήματος υγείας. Σύμφωνα με την έρευνα, η οποία έγινε σε δείγμα 4.000 ατόμων από τον τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (καθηγητής κ. Γιάννης Κυριόπουλος), η κατανάλωση φαρμάκων αλλά και η επιβάρυνση της υγείας μας, αποτελεί συνάρτηση διαφόρων παραγόντων, όπως η ηλικία, το φύλο, ο τρόπος ζωής, το μορφωτικό επίπεδο και το εισόδημα.
Ηλικία Δεν είναι τυχαίο που μόνο το 9,5% των νέων από 16 έως 25 ετών παίρνει τακτικά φάρμακα, αλλά σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι άνω των 76 ετών (82,7%). γεγονός το οποίο αντανακλά τις αυξημένες ανάγκες υγείας που έχουν. Στις ενδιάμεσες ηλικιακές ομάδες η φαρμακοθεραπεία αυξάνεται σταδιακά. Τακτική ή και καθημερινή χρήση φαρμάκων, κάνει 1 στους 4 στην ηλικία των 35 έως 45 ετών. Επίσης, το 38,1% του πληθυσμού στις ηλικίες 46 έως 55, το 59,7% μεταξύ 56 και εξήντα 65 και το 78,4% από τα 66 έως τα 75 έτη...
Το φύλο Οι γυναίκες, για τις οποίες η ίδια έρευνα που ξεκίνησε το 2006 κατέγραψε υψηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, παίρνουν συχνότερα φάρμακα, καθώς τακτική-καθημερινή χρήση κάνει το 40,7% του γυναικείου πληθυσμού, έναντι του 32,4% του ανδρικού πληθυσμού της χώρας.
Οι συχνότερες παθήσεις Από τα στοιχεία που προέκυψαν αναδεικνύεται επίσης η μεγάλη επίπτωση των καρδιαγγειακών παθήσεων στην Ελλάδα, αφού η πλειοψηφία των ερωτώμενων που κάνει τακτική λήψη φαρμάκων (το 51,4%) αντιμετώπιζε προβλήματα του καρδιολογικού-κυκλοφορικού συστήματος (το 59% των ανδρών και το 45,6% των γυναικών, καθώς η επίπτωση των καρδιαγγειακών παθήσεων είναι μεγαλύτερη στον ανδρικό πληθυσμό).
Αλλά αίτια για καθημερινή-τακτική χρήση φαρμάκων είναι τα μεταβολικά νοσήματα και οιπαθήσεις του ενδοκρινολογικού συστήματος (25,9%) τα ορθοπεδικά προβλήματα (15,9%), τα πνευμονολογικά (9,4%) και τα προβλήματα του γαστρεντερολογικού συστήματος και του ήπατος (5%).
Η κατανάλωση φαρμάκων στην Ελλάδα σε ποσότητες αυξήθηκε εντυπωσιακά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν περίπου 45 σκευάσματα τον χρόνο σε κάθε Έλληνα.
Καθώς η έρευνα εντατικοποιείται στον τομέα αυτό, φαίνεται ότι το φάρμακο θα καταλαμβάνει όλο και πιο σημαντική θέση στον τομέα της θεραπείας. Στα εργαστήρια των εταιρειών βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης μόνο για τον καρκίνο περί τα 400 ιδιοσκευάσματα, ενώ το 2002 στην ελληνική αγορά εισήχθησαν 327 νέα φάρμακα συνολικής αξίας 66 εκατομμυρίων ευρώ. Η ανακάλυψη νέων φαρμάκων δεν συνδέεται κατ' ανάγκην με εγκατάλειψη του παραδοσιακού μοντέλου θεραπείας, αλλά με συνδυασμό θεραπειών που σε αρκετές περιπτώσεις μειώνουν τον απαιτούμενο χρόνο νοσηλείας. Παρά το γεγονός ότι το φάρμακο παραμένει η πιο φθηνή φροντίδα (σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας εξακολουθεί να εμφανίζει τον χαμηλότερο δείκτη τιμών από όλα τα υπόλοιπα προϊόντα του συστήματος υγείας), η φαρμακευτική δαπάνη στην Ευρώπη αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς από τη συνολική δαπάνη υγείας, λόγω της αντικατάστασης παλαιών φαρμάκων από νέα ακριβότερα, αλλά και της αύξησης της κατανάλωσης. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα «1 στους 3 ερωτώμενους κάνει τακτική λήψη φαρμάκων λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, στοιχείο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και ανάλυσης, με στόχο τη μείωση του ποσοστού αυτού»...
Το μορφωτικό επίπεδο Αναμφισβήτητο γεγονός είναι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ότι η χρήση των φαρμάκων συνδέεται άμεσα με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των πολλών. Όσο υψηλότερο είναι το μορφωτικό επίπεδο και το οικογενειακό εισόδημα, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να μην κάνει κάποιος συχνή λήψη φαρμάκων. Έτσι, ενώ το 62,9% των ερωτώμενων, που η εκπαίδευση τους σταμάτησε στο δημοτικό, δηλώνει ότι κάνει τακτική καθημερινή χρήση φαρμάκων λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, το ίδιο δηλώνει μόλις το 21,8% των αποφοίτων των Τεχνολογικών και Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και ανά εισοδηματική κατηγορία.
Προβλήματα υγείας και συχνή κατανάλωση φαρμακευτικών ουσιών δηλώνει το 71,6% των ατόμων με μηνιαίο εισόδημα κάτω των 500 ευρώ, το 47,7% όσων έχουν εισόδημα από 500 έως 1.000 ευρώ, και μόλις το 20,6% αυτών που οι αποδοχές τους ξεπερνούν τα 3.000 ευρώ μηνιαίως.
Ο τρόπος ζωής Η μεγάλη κατανάλωση φαρμάκων συνδέεται επίσης με τις καθημερινές μας συνήθειες. • Το 40,9% όσων ανέφεραν ότι δεν έχουν καμία φυσική δραστηριότητα, έκαναν τακτική-καθημερινή λήψη φαρμάκων, λόγω προβλημάτων υγείας. • Το 52,4% των τέως καπνιστών παίρνουν πολλά φάρμακα, ενδεχομένως λόγω των συνεπειών του μακροχρόνιου καπνίσματος, το οποίο συνήθως διακόπτουν μετά την εμφάνιση της ασθένειας. Τέλος και οι πότες αλκοολούχων ποτών εμφανίζουν σύμφωνα με την έρευνα υψηλή νοσηρότητα που συνδέεται με υπερκατανάλωση φαρμακευτικών ουσιών...
Το κόστος Τα φάρμακα φαίνεται ότι αποτελούν την ιατρική τεχνολογία» των φτωχών, γιατί είναι πιο φθηνά και προσεγγίσιμα για τον καταναλωτή, ενώ οι σύγχρονες τεχνολογικές ιατρικές παρεμβάσεις έχουν υψηλές σχετικές τιμές για τον χρήστη», υπογραμμίζει ο καθηγητής Οικονομίας της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιος Υγείας, κ. Γιάννης Κυριόπουλος, επιστημονικά υπεύθυνος της έρευνας.
«Φάρμακα», αναφέρει, «παίρνουν κατά κόρον οι φτωχοί, αυτοί οι οποίοι δεν έχουν υψηλή εκπαίδευση, όσοι καπνίζουν, όσοι κάνουν χρήση αλκοόλ και δεν έχουν φυσική άσκηση. Αυτό είναι το μοντέλο του ανθρώπου που «καταβροχθίζει» φάρμακο και, βεβαίως, οι ηλικιωμένοι»... «Αντίθετα», προσθέτει «αυτοί που έχουν υψηλό εισόδημα και υψηλή εκπαίδευση δεν κάνουν χρήση οινοπνεύματος και καπνού, έχουν την αναγκαία φυσική άσκηση (τουλάχιστον 30 λεπτά την ημέρα) και κάνουν λιγότερη χρήση φαρμάκων. Η κατανάλωση τους όσον αφορά την υγεία συνήθως εστιάζεται σε συμβουλευτικές ιατρικές υπηρεσίες, ενώ χρειάζονται λιγότερο τις νοσοκομειακές φροντίδες, δεν εισάγονται τόσο συχνά στα νοσηλευτικά ιδρύματα όσο οι άλλοι».
|