Από τον
Βασίλη Βενιζέλο Μετά από ένα χρόνο χορήγησης της βιολογικής θεραπείας με ετανερσέπτη σε συνδυασμό με την τροποποιητική της νόσου φαρμακευτική ουσία μεθοτρεξάτη, μειώθηκαν κατά 50% οι ημέρες απουσίας από την εργασία εξαιτίας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, σε σχέση με τους ασθενείς που έλαβαν μόνο τη συμβατική θεραπεία μεθοτρεξάτης. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι μετά από ένα χρόνο, λιγότερο από 1 στους 10 ασθενείς που έλαβαν βιολογική θεραπεία αναγκάσθηκε να σταματήσει να εργάζεται εξαιτίας της νόσου. Αντίθετα, από τους ασθενείς που έλαβαν συμβατική θεραπεία σχεδόν 1 στους 4 σταμάτησε να εργάζεται. |
Στο πλαίσιο του Πανευρωπαϊκού Ρευματολογικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Παρίσι, παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα κλινικής έρευνας, τα οποία αναδεικνύουν τη δυνατότητα σημαντικής βελτίωσης της ποιότητας ζωής των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα, εάν τους χορηγηθεί έγκαιρα βιολογική θεραπεία. Συγκεκριμένα, μετά από ένα χρόνο χορήγησης της βιολογικής θεραπείας με ετανερσέπτη σε συνδυασμό με την τροποποιητική της νόσου φαρμακευτική ουσία μεθοτρεξάτη, μειώθηκαν κατά 50% οι ημέρες απουσίας από την εργασία εξαιτίας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, σε σχέση με τους ασθενείς που έλαβαν μόνο τη συμβατική θεραπεία μεθοτρεξάτης. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι μετά από ένα χρόνο, λιγότερο από 1 στους 10 ασθενείς που έλαβαν βιολογική θεραπεία αναγκάσθηκε να σταματήσει να εργάζεται εξαιτίας της νόσου. Αντίθετα, από τους ασθενείς που έλαβαν συμβατική θεραπεία σχεδόν 1 στους 4 σταμάτησε να εργάζεται. Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι πολύ σημαντικά για τους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, οι οποίοι αντιστοιχούν, παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας, στο 1% του πληθυσμού. Η νόσος προσβάλλει διπλάσιο αριθμό γυναικών από αντρών και συνήθως εκδηλώνεται σε ηλικία μεταξύ 40-70 ετών. Η καταστροφή των αρθρώσεων μπορεί να έχει ραγδαία εξέλιξη στα πρώιμα στάδια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και η βλάβη στις αρθρώσεις είναι εμφανής στο 70% των ακτινογραφιών των ασθενών που λαμβάνονται εντός των πρώτων δύο ετών της νόσου. Σταδιακά η ποιότητα ζωής των ασθενών χειροτερεύει και αναγκάζονται να σταματήσουν την εργασία τους, ενώ αδυνατούν με την πρόοδο της νόσου να εκτελέσουν φυσιολογικές καθημερινές λειτουργίες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης COMET η συγχορήγηση βιολογικής θεραπείας σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα οι οποίοι έπασχαν από τη νόσο για χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών, οδήγησε στα εξής αποτελέσματα: • σε 4 στους 5 ασθενείς (80%) σταμάτησε η καταστροφή των αρθρώσεων • σε 1 στους 2 ασθενείς (50%) παρατηρήθηκε ύφεση της νόσου (μετρούμενη με την εκδήλωση οιδήματος ή φλεγμονής) • πάνω από τους μισούς ασθενείς (55%) κατάφεραν να επανακτήσουν κανονική ποιότητα ζωής • λιγότερο από 1 στους 10 (9%) σταμάτησε να εργάζεται. Σύμφωνα με τον Maarten de Wit, εκπρόσωπο του Συλλόγου Ασθενών με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα της Ολλανδίας και διακεκριμένο εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Ασθενών με Αρθρίτιδα: «Η ασθένεια αυτή δεν προκαλεί μόνο πόνο στους ασθενείς, αλλά περιορίζει σημαντικά την ικανότητά τους να δουλέψουν, αναγκάζοντας τους σε ορισμένες περιπτώσεις να εγκαταλείψουν εντελώς την εργασία τους. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα είναι πολύ καλά για πολλούς ασθενείς, που θα έχουν τώρα την ευκαιρία να συνεχίζουν να εργάζονται και να ζουν μια όσο τον δυνατόν φυσιολογική καθημερινότητα». Ο καθηγητής παθολογίας - ρευματολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λουκάς Σέττας δήλωσε: «Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια πολύπλοκη νόσος και υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι μέτρησης της επιτυχίας μιας θεραπείας. Η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι η βιολογική θεραπεία δίνει στους ασθενείς μια καλύτερη ευκαιρία να σταματήσουν την επιδείνωση της νόσου. Επιπλέον δείχνει τα οφέλη της θεραπείας στην καθημερινή ζωή των ασθενών, μειώνοντας τις ημέρες που χάνονται από την εργασία εξαιτίας της νόσου. Το σημαντικότερο συμπέρασμα της μελέτης είναι η ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και η ανάδειξη του ρόλου των βιολογικών θεραπειών όχι μόνο στο να αποτρέψουν την πρόκληση μεγαλύτερης βλάβης από τη νόσο αλλά και στο να επιτρέψουν στους ασθενείς να συνεχίσουν φυσιολογικά τις καθημερινές τους δραστηριότητες». |
|