Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης) ανασκοπούν το ρόλο των ενισχυτικών δόσεων με βάση τις πειραματικές μελέτες:
- Διευρύνουν την αντισωματική απάντηση: Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η χορήγηση ενισχυτικών δόσεων έχει ως αποτέλεσμα να παράγονται αντισώματα που μπορούν και αναγνωρίζουν ένα ευρύτερο φάσμα στελεχών του κορονοϊού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μέσω των ενισχυτικών δόσεων να γίνεται εφικτή η εξουδετέρωση νέων παραλλαγών
- Ανεβάζουν τον τίτλο αντισωμάτων: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά από τις ενισχυτικές δόσεις αυξάνεται ο τίτλος των αντισωμάτων που κυκλοφορούν στο αίμα και συνεπώς στους ιστούς (π.χ. στο βλεννογόνο της μύτης). Αυτό έχει ως συνέπεια να βελτιώνεται η προστασία έναντι λοίμωξης, αλλά η διάρκεια των αυξημένων αντισωμάτων είναι σχετικά μικρή, υπολογίζεται γύρω στους 3 με 4 μήνες.
- Επεκτείνουν τα κύτταρα μνήμης: Η κυτταρική ανοσία είναι αυτή που είναι κυρίως υπεύθυνη για την προστασία από βαριά λοίμωξη. Τα εμβόλια επεκτείνουν το στρατό των κυττάρων που είναι «κομμένα-ραμμένα» για να αναγνωρίζουν τον κορονοϊό. Μετά από κάθε ενισχυτική δόση, αυτός ο στρατός επεκτείνεται τόσο σε αριθμό όσο και σε δυνατότητες αναγνώρισης.
Στο ερώτημα ποιοι έχουν ανάγκη την αποκατάσταση της ανοσίας και σε ποιο χρονικό σημείο θα πρέπει να στοχεύουμε ώστε να έχουμε το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα, οι ειδικοί απαντούν πως για τους ανοσοκατεσταλμένους η απάντηση είναι πιο εύκολη, γι' αυτό είναι πιθανό να δούμε αδειοδότηση για ενισχυτικές δόσεις ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς και σύμφωνα με τις συμβουλές του θεράποντος ιατρού. Για το γενικότερο πληθυσμό είναι λίγο πιο ασαφείς ακόμα οι κατευθύνσεις και σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι πρόκειται για μια δυναμική γνώση που εξελίσσεται και ακόμα υπάρχουν ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί.