Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Τέξας θεράπευσαν ασθενείς από τον ιό της ηπατίτιδας C με δύο νέα αντι-ιικά φάρμακα, το sofosbuvir και ledipasvir. Η νέα θεραπεία παρουσιάστηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet».
Στο πλαίσιο των μελετών, 100 ασθενείς με ηπατίτιδα C γονότυπου 1 χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και έλαβαν τα φάρμακα σε μορφή ενός χαπιού επί οκτώ ή 12 εβδομάδες. Σημειωτέον ότι 40 από τους συμμετέχοντες δεν είχαν ανταποκριθεί στις συμβατικές θεραπείες, ενώ οι μισοί εξ αυτών εμφάνιζαν σημάδια κίρρωσης του ήπατος.
Μετά από 12 εβδομάδες, το 97% των εθελοντών εμφάνισαν σταθερή ιολογική απόκριση, γεγονός που σημαίνει ότι ο ιός της ηπατίτιδας C σταμάτησε να πολλαπλασιάζεται. Αρκετές βέβαια ήταν οι παρενέργειες, αλλά μικρής σημασίας κατά τους ειδικούς, καθώς προέκυψαν κυρίως ναυτία, αναιμία, λοιμώξεις του αναπνευστικού και πονοκέφαλοι.
Ο καθηγητής Ερικ Λάβιτζ, που ηγήθηκε της μελέτης, σημείωσε ότι τα νέα ευρήματα προσφέρουν ελπίδα σε άτομα που αυτή τη στιγμή δεν έχουν θεραπευτικές επιλογές. «Τα αποτελέσματα μαρτυρούν ότι ο συνδυασμός τουsofosbuvir και του ledipasvir μπορεί να προσφέρει στους ασθενείς με ηπατίτιδα C μια από του στόματος θεραπεία, η οποία μπορεί να είναι άκρως αποτελεσματική και ασφαλής για τους ασθενείς που δεν αποκρίνονται καλά στις υπάρχουσες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με κίρρωση του ήπατος καθώς και εκείνων που έχουν μολυνθεί με ανθεκτικά στελέχη του ιού».
Ωστόσο η καθηγήτρια Μάργκαρετ Χέλαρντ από το Ινστιτούτο Burnet στη Μελβούρνη της Αυστραλίας σχολίασε μεν ότι «η μελέτη αυτή δείχνει πολύ υψηλά επίπεδα απόκρισης στην πειραματική θεραπεία, ασχέτως του αν ο ασθενής εμφανίζει κίρρωση του ήπατος, αποτυχία στη λήψη προηγούμενων θεραπειών ή ανθεκτικό γονότυπο ηπατίτιδας C». Προειδοποίησε δε ότι η μελέτη ήταν μικρού εύρους καθώς και ότι δεν ήταν μεγάλος ο χρόνος παρακολούθησης των ασθενών. Όπως είπε, το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία σχετικά με το πόσο αντιπροσωπευτικό ήταν το δείγμα που μελετήθηκε, καθώς και με το πόσο ασφαλή είναι αυτά τα πρώιμα αποτελέσματα μιας μόνο δοκιμής. «ΠαρΆ ότι είναι αδιαμφισβήτητο πως τα ευρήματα αυτά αποτελούν αιτία αισιοδοξίας, πρέπει να είμαστε υπομονετικοί» σημείωσε η ειδικός.