Με αφορμή τον συνεχιζόμενο θόρυβο σχετικά με τα ενέσιμα (σεμαγλουτίδη) και μη αντιδιαβητικά φάρμακα, τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως για την επίτευξη αδυνατίσματος, η Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία εκδίδει νεότερη ανακοίνωση, στη οποία επισημαίνει τους κινδύνους.
Με δεδομένο τον τρόπο και τόπο δράσης της σεμαγλουτίδης στην περιοχή του λεπτού εντέρου, όπως είναι φυσικό οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες σε κλινικές δοκιμές της σεμαγλουτίδης είναι διαταραχές του γαστρεντερικού, συμπεριλαμβανομένης της ναυτίας (πολύ συχνή), διάρροιας (πολύ συχνή) ή/και δυσκοιλιότητας (συχνή), όπως και εμέτου.
Τα παραπάνω συμπτώματα ενδεχομένως να δημιουργούν μεσομακροπρόθεσμες σοβαρότερες επιπλοκές και οι οποίες δεν έχουν εντοπιστεί ή δεν μπορούν να αξιολογηθούν έγκαιρα από την κλινική έρευνα. Αυτές αφορούν τη στενή διασύνδεση της λειτουργίας του γαστρεντρικού συστήματος με το ανοσοποιητικό. Είναι γνωστό ότι το σύνδρομο της εντερικής δυσβίωσης που μπορεί να επάγεται μέσω της χρήσης της σεμαγλουτίδης, γίνεται αιτία πρόκλησης αλλεργικών αντιδράσεων και φλεγμονωδών φαινομένων.
Επομένως, η ενδεχόμενη προοπτική υποβάθμιση των λειτουργιών του ανοσοποιητικού, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα και θα πρέπει να διερευνηθεί ενδελεχώς από την επιστημονική κοινότητα. Επίσης, οι επιδράσεις των αγωνιστών του υποδοχέα GLP-1 στο γαστρεντερικό μπορούν να συσχετιστούν με ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία, καθώς η ναυτία, ο έμετος και η διάρροια μπορεί να προκαλέσουν αφυδάτωση, η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει τη νεφρική λειτουργία.
Όσο για τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της αγωγής, μελέτες παρακολούθησης 232 εθελοντών μετά από την αρχική κλινική έρευνα, υπαινίσσονται σχεδόν συνολική ανάκτηση του απολεσθέντος βάρους μέσα σε ένα χρόνο από τη διακοπή του φαρμάκου.