Για την επόμενη χρονιά, η Eli Lilly έχει φιλόδοξα σχέδια που εκτιμά ότι θα της αποφέρουν πωλήσεις ύψους περισσότερων από 30 δισ. δολάρια. Ειδικότερα, όπως δημοσιεύει το Fierce Pharma, η εταιρεία σχεδιάζει να καταθέσει αιτήσεις άδειας κυκλοφορίας για πέντε νέα φαρμακευτικά προϊόντα, ενώ περιμένει σημαντικά έσοδα και από την περαιτέρω προώθηση της τιρζεπατίδης. Παράλληλα θα ξεκινήσει έξι μελέτες φάσης 3, ενώ θα παρουσιάσει στοιχεία για έξι ακόμα μελέτες σε νέες θεραπείες.
Τα πέντε νέα φάρμακα της Eli Lilly για το 2023
Οι θεραπείες που αναμένεται να κυκλοφορήσουν το 2023 από την εταιρεία, εφόσον λάβουν τις εγκρίσεις από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές είναι: Το empagliflozin για τη χρόνια νεφρική νόσο και το donanemab για τα πρώιμα στάδια της νόσου Αλτσχάιμερ. Αιτήσεις θα κατατεθούν στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία. Επίσης το lebrikizumab για την ατοπική δερματίτιδα θα κατατεθεί στην Ιαπωνία, ενώ ετοιμάζονται και οι αιτήσεις του pirtobrutinib για τη θεραπεία ενός είδους λεμφώματος.
Σε αυτά προστίθεται η αναμενόμενη απάντηση από τον FDA για το mirikizumab με ένδειξη την ελκώδη κολίτιδα αλλά και οι αιτήσεις σε ΗΠΑ και Ευρώπη για την κυκλοφορία της τιρζεπατίδης, η οποία διαθέτει άδεια ως αντιδιαβητικό φάρμακο αλλά ζητείται η επέκταση της ένδειξης στην παχυσαρκία.
«Παραμένουμε επικεντρωμένοι στην παροχή καινοτόμων φαρμάκων για την αντιμετώπιση των πιο σημαντικών ανεκπλήρωτων αναγκών των ασθενών», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος David Ricks σε συνομιλία της εταιρείας με τους αναλυτές.
Ο Michael Mason, επικεφαλής του τομέα διαβήτη της Lilly είπε πως η εταιρεία «θα επενδύσει στα φάρμακα GLP-1, καθώς θέλει να διασφαλίσει ότι θα έχει τα εφόδια να στηρίξει τα άτομα με διαβήτη και παχυσαρκία».
Eνδεικτικό όσων αναφέρει ο Mason είναι ότι ανάμεσα στα φάρμακα που θα ενταχθούν σε κλινικές δοκιμές το 2023 είναι και το retatrutide για την παχυσαρκία και το orforglipron για το διαβήτη τύπου 2 και την παχυσαρκία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Lilly εκτιμά ότι το 2022 θα κλείσει με έσοδα 28,5-29 δισ. δολάρια, ενώ το 2023 αναμένεται 30,3-30,8 δισ. δολάρια.