Τέσσερις διακεκριμένοι καθηγητές του Πανεπιστημίου Κρήτης, μετά από πολυετή έρευνα, κατάφεραν να μελετήσουν και να αξιοποιήσουν παραδοσιακές θεραπευτικές πρακτικές από τη χρήση βοτάνων και να καταλήξουν σε τεκμηριωμένα επιστημονικά ευρήματα.
Πρόκειται για τους Ηλία Καστανά, καθηγητή Εργαστηριακής Ενδοκρινολογίας, Χρήστο Λιονή, καθηγητή Γενικής Ιατρικής & Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Στέργιο Πυρίντσο, καθηγητή Βιολογίας και Γεώργιο Σουρβίνο, καθηγητή Κλινικής Ιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, οι οποίοι ουσιαστικά μετέτρεψαν τις ανθρωπολογικές και εθνοβοτανικές παρατηρήσεις τους, που έδειχναν χαμηλή επίπτωση κρυολογήματος και γρίπης σε πληθυσμό που κατανάλωνε συγκεκριμένα κρητικά βότανα, σε υψηλής τεκμηρίωσης επιστημονικά συμπεράσματα και να οδηγηθούν στην ανάπτυξη σχετικού παρασκευάσματος.
Πιο αναλυτικά, απέδειξαν την αντι-ιική δράση εκχυλίσματος τριών κρητικών βοτάνων, σε συγκεκριμένη αναλογία, έναντι του ανθρώπινου ρινοϊού, δηλαδή του ιού στον οποίο οφείλεται το 50% των περιπτώσεων του κοινού κρυολογήματος σε παιδιά και ενήλικες. Ακόμη, αναδείχτηκε η άμεση δράση του κατά των ιών της γρίπης τύπου Α και Β και της γρίπης Α/Η1Ν1 που έκανε ιδιαίτερα αισθητή την εμφάνισή του και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Έδειξαν ακόμα πως το εκχύλισμα των τριών κρητικών βοτάνων διέθετε την ίδια ισχυρή αντι-ιική δράση με κλασικές δραστικές ουσίες κατά των συγκεκριμένων ιών αναφοράς, καθώς και ότι η αντι-ιική δράση του επιτελείται από τα πρώιμα στάδια της λοίμωξης, γεγονός που συνδέθηκε με ηπιότερα συμπτώματα για συντομότερη αποδρομή της ίωσης, αν χορηγηθεί έγκαιρα.
Όπως εξηγεί ένας εκ των ερευνητών, ο Γεώργιος Σουρβίνος: «Τόσο με μελέτες μοριακής προσομοίωσης όσο και πειραματικά, δείξαμε ότι το σκεύασμα (σε δόσεις ανάλογες αυτών που κυκλοφορούν στο αίμα) αναστέλλει την είσοδο του γενετικού υλικού του ιού στην πυρήνα του κυττάρου και επομένως εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπεύθυνη ιική πρωτεΐνη που επηρεάζεται αποτελεί δυνητικό φαρμακευτικό στόχο, καθώς είναι συντηρημένη σε όλους τους τύπους γρίπης Α και δεν υπόκειται σε μεταλλάξεις που οδηγούν σε ανάπτυξη ανθεκτικότητας. [...] Είναι ενδιαφέρον ότι οι δράσεις του αυτές είναι αντίστοιχες των αντι-ιικών φαρμακευτικών σκευασμάτων αναφοράς».
«Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των μελετών μας είναι η ενσωμάτωση της εθνοβοτανολογικής γνώσης στη σύγχρονη πειραματική έρευνα και την παραγωγική διαδικασία», δήλωσε ο Ηλίας Καστανάς, ενώ ο Χρήστος Λιονής, ανέφερε πως είναι ίσως το πρώτο φυσικό προϊόν που μπήκε στην ελληνική αγορά ακολουθώντας τη νέα οδηγία που εξέδωσε ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για κλινική δοκιμή κάθε σκευάσματος αναφορικά με τις προωθούμενες ιδιότητές του, ώστε να μην αρκείται στη βιβλιογραφική αναφορά των ιδιοτήτων των ουσιών. Ακόμα είπε πως «αξιοποιείται για πρώτη φορά η αυτόχθονη γνώση και αυτό θα δώσει ώθηση και σε άλλες ερευνητικές ομάδες να ασχοληθούν με την παραδοσιακή γνώση της Ελλάδος, όχι μόνο στα αρωματικά βότανα, και να εξετάσουν τη σχέση με την υγεία».
Ο Στέργιος Πυρίντσος εξήγησε πως η παραγωγή του φυτικού υλικού γίνεται ακολουθώντας μεθόδους Γεωργίας Yψηλής Ακρίβειας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η υψηλή ποιότητα καθώς και η σταθερότητα της πρώτης ύλης. «Σημαντικό όμως είναι και το γεγονός ότι με όλα τα παραπάνω υποστηρίζεται και ο αγροτικός κόσμος του νησιού στην παραγωγή υψηλής ποιότητας φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών κάτι που δίδει τη δυνατότητα διάχυσης των ωφελειών που προκύπτουν από την όλη προσπάθεια ευρύτερα σε επίπεδο κοινωνίας», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Η μελέτη αυτή είναι υπό δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό, αλλά η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της έγινε στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Ιολογίας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ιολογίας (European Society for Clinical Virology - ESCV).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρουσίαση αποτελεσμάτων κλινικο-εργαστηριακών μελετών που αφορούν τη χρήση φυσικών ιδιοσκευασμάτων με αντι-ιική δράση πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην ιστορία των συνεδρίων της ESCV, εκφράζοντας έτσι την ευρεία αποδοχή τους από την επιστημονική κοινότητα. Στελέχη μάλιστα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) εκδήλωσαν ενδιαφέρον, ώστε τα επιστημονικά αυτά ευρήματα να συμπεριληφθούν σε σχετική δημοσίευση του ECDC με τίτλο «non-pharmaceutical countermeasures against influenza”.