Η αυτομέτρηση των διαβητικών ασθενών, δηλαδή η διαδικασία τρυπήματος του δακτύλου για την ανίχνευση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, δεν προσφέρει καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης ούτε καλύτερη ποιότητα ζωής στους ασθενείς που δεν λαμβάνουν ινσουλίνη, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν ειδικοί μετά την πρώτη σχετική κλινική δοκιμή στο Πανεπιστήμιο της Β. Καρολίνα των ΗΠΑ, κατά την οποία για ένα χρόνο μελετήθηκαν 450 ασθενείς από διαβήτη τύπου 2 (που ελέγχουν το σάκχαρό τους με διατροφή ή/και φάρμακα, χωρίς τη βοήθεια της ινσουλίνης).
Οι συμμετέχοντες διαβητικοί χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: η πρώτη ομάδα δεν έκανε μέτρηση του σακχάρου, η δεύτερη έκανε καθημερινά μέτρηση, ενώ η τρίτη έκανε μέτρηση με πρόσθετη ενθάρρυνση ή καθοδήγηση μέσω ίντερνετ.
Τα αποτελέσματα
για τους ασθενείς δεν είχαν καμία ουσιαστική διαφορά. Αναλυτικά:
- Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις μετρήσεις της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μεταξύ των τριών ομάδων.
- Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα ζωής σε σχέση με το διαβήτη.
- Δεν υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές στην πιθανότητα υπογλυκαιμίας ή εισαγωγής στο νοσοκομείο.
- Δεν υπήρχε διαφορά στον αριθμό των ασθενών από τις τρεις ομάδες, που έπρεπε να ξεκινήσουν θεραπεία με ινσουλίνη.
- Αντίθετα, για τους ινσουλινοεξαρτώμενους ασθενείς, η αυτομέτρηση με τις ειδικές συσκευές συμβάλλει σημαντικά στη θεραπεία τους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα αυτά έχουν τη δυνατότητα να φέρουν αλλαγές στην τρέχουσα κλινική πρακτική για τους ασθενείς, αν και παραδέχονται ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και κάθε γιατρός σε συνεργασία με κάθε ασθενή θα επιλέγουν κάθε φορά τον κατάλληλο τρόπο διαχείρισης της νόσου. Φαίνεται όμως πως για πολλούς ασθενείς, η αυτομέτρηση μπορεί να έχει μεγαλύτερο κόστος από ό,τι όφελος, αν συνυπολογίσει κανείς τις ψυχολογικές επιπτώσεις αλλά και τον πόνο που συνοδεύουν τα καθημερινά τρυπήματα…
Στον αντίλογο, οι καθημερινές μετρήσεις βοηθούν τους ασθενείς να συνειδητοποιούν τη σοβαρότητα της νόσου και να ακολουθούν πιο πιστά την αγωγή τους.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "JAMA Internal Medicine".