Πιθανολογείται, αν και δεν υπάρχουν ακόμη σαφή δεδομένα, ότι ο SARS-CoV-2 πυροδοτεί την εμφάνιση νέων μορφών σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1). Η αξιολόγηση περιστατικών για το ενδεχόμενο να εντοπιστεί κάποια τέτοια υποομάδα ασθενών συνεχίζεται, σύμφωνα με άρθρο στο επιστημονικό έντυπο Diabetes Care. Οι Ιατροί του ΕΚΠΑ, που συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία του άρθρου, επισημαίνουν ότι είναι βέβαιο πως οι ασθενείς με ΣΔ1 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο βαριάς νόσησης, ανάγκης για νοσηλεία στο νοσοκομείο και πιθανώς θανάτου αν μολυνθούν από SARS-CoV-2.
Η COVID-19 μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική υπεργλυκαιμία ή ακόμα και διαβητική κετοξέωση. Μάλιστα ορισμένα από τα άτυπα συμπτώματα της COVID-19 είναι δυνατό να καθυστερήσουν τη διάγνωση της κετοξέωσης και να επιδεινώσουν την πρόγνωση των ασθενών.
Στο άρθρο τονίζεται δε ότι περισσότερο κινδυνεύουν τα άτομα προχωρημένης ηλικίας, με τη νόσο, καθώς μελέτες έχουν δείξει ότι η πιθανότητα διασωλήνωσης ή θανάτου αυξάνεται σημαντικά σε αυτά. Σε μια γαλλική μελέτη, για παράδειγμα, χρειάστηκε διασωλήνωση 12% των ατόμων με ΣΔ1 κάτω των 55 ετών, ποσοστό που ανήλθε στο 30% σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Εκτός από την ηλικία, σημαντικό ρόλο στην έκβαση της νόσου διαδραματίζει το επίπεδο της γλυκαιμικής ρύθμισης αλλά και οι μικροαγγειακές και μακροαγγειακές επιπλοκές του ΣΔ1. Η θνησιμότητα είναι τουλάχιστον διπλάσια στους ασθενείς με γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) > 10% και σημαντικά αυξημένη σε ασθενείς με ΣΔ1 και καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια ή διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Άλλα συνυπάρχοντα νοσήματα, όπως η υπέρταση και η παχυσαρκία, μπορεί επίσης να επιδεινώσουν την πορεία της νόσου. Αντιθέτως, η χρήση αντλιών ινσουλίνης και συσκευών συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης φαίνεται να δρουν ευνοϊκά.